Μ
Μαγγανάρης- Απο τη λέξη μάγγανον*βαρούλκο, μτφ. ο δόλιος, ο ψεύτης.Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή , Μαγγανάρης Ιωάννης -14ος-Κρήτη, Μαγγανάρης Ιωάννης 13ος- Ιερισσός.{ΜΣΚ}(BZP)
Μάγκος- Από το βλαχ.mangu “αυτός που δεν έχει το απιτούμενο βάρος”, ή το ομόριζο και ομόηχο αλβ.mangu “λειψοβαρής”, λατινικής αρχής και τα δύο>mancus.{ΤΟΖ}
Μαγκλάρας/Μαγκλαράς- Από το δημωδ. μαγκλάρα-μαγκλαράς, ο νέος, υψηλόσωμος και άχαρος άνδρας. Ίσως σχετικό με το νταγκλαράς, με την ίδια σημασία,< dağlar ~αυτός που είναι σαν τα βουνά.(Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ)
Μάγκος- Από το βλαχ.mangu “αυτός που δεν έχει το απιτούμενο βάρος”, ή το ομόριζο και ομόηχο αλβ.mangu “λειψοβαρής”, λατινικής αρχής και τα δύο>mancus.{ΤΟΖ}
Μαγκριώτης- Από το βαφτ. Μαγκριώτης, χρησιμοποιούμενο κυρίως στην Θράκη. Σύμφωνα με τον Ψάλτη, στα Θρακικά του, μετέπεσε σε κύριο όνομα από κάποια παλιότερη βυζαντινή επωνυμία, όπως συνέβη με άλλα όπως Παλαιολόγος, Βάρδας, Κομνηνός, Δούκας-Δούκισα, Ασάνης-Ασάνω κτλ. (ΣΨΘΡΑ)
Μαδέρης- Από το μαδέρι, χοντρή σανίδα ή δοκάρι που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο,< βεν. madero ή <ιταλ. madiere.{ΜΣΚ}
Μάζης- 1) Από το αρβαν. mëz,(το ë προφέρεται κάπως μεταξύ -α- και –ε-, όπως το αγγλ.about), και σημαίνει πουλάρι, 2) από το αρβαν. mazë, η κρέμα, η κρούστα που δημιουργείται πάνω στο γάλα,<σλαβ.mazъ-το λίπος.Πρβλ. Γκίζας. {ALBD}
Μαζίλης-μαζίλης, μέλος έφιππου σώματος στη Βλαχία που το αποτελούσαν ευγενείς χωρίς ορισμένο αξίωμα, <τουρκ. mazul{ΜΣΚ}
Μάϊνας- Από το ρήμα μαϊνάρω, (ναυτ.) χαλαρώνω, κατεβάζω τα πανιά, <βεν. mainar.{ΜΣΚ}
Μακελλάρης-O σφαγέας, κρεοπώλης ή ο φρουρός, μτγν. ουσ. μακελλάριος (<λατ. macellarius). Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Μακελάρης, πάροικος στις Σέρρες το 1317.{ΜΣΚ}(BZP)
Μαλάμας- Από το ν.ε. μάλαμα που έγινε και βαφτ.(Μαλάμω). <μσν. μάλαμα < ελνστ. μάλαγμα `μαλακό υλικό΄{ΤΟΖ}
Μαλίκης- Από το αραβ.τουρκ. malik, ιδιοχτήτης, κυρίαρχος.{ΣΗΤΡ}
Μαλίτσιος- Μητρωνυμικό επώνυμο από την καταγεγραμμένη μορφή του θηλ. βαφτ. Μαρία, Μαλίτσιω, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα. Το συγκεκριμένο βαφτιστικό λόγω και της συχνότητάς του έχει δώσει πάρα πολλές υποκοριστικές μορφές όπως: Μαριώ, Μαλιώ, Μαριγώ, Μαριγούλα, κ.α. Η συγκεκριμένη μορφή απαντάται κυρίως στη Βέροια. (ΒΕΛΒ)
Μαμελετζής-Ο τοκογλύφος, <τουρκ. muameleci.{ΜΣΚ}
Μαμούρης- Από την ιδιωμ. λέξη μαμούρι, ο μικρός στην ηλικία υπηρέτης του σπιτιού, αυτός που κάνει τις αγγαρείες.Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Μαμούρης , κάτοικος της Κω, 1263.{ΓΚΕ}(BZP)
Μάνεσης- Από το αρβαν. μανεσë-α, η αργοπορία, λογικά Μάνεσης ο βραδύς, ο αργός. (ΧΡΑΡΒ)
Μανιάκης- Από το ελνστ. και μεσν. μανιάκης(ο), το περιδέραιο. Και σαν τοπωνύμιο στην Πελ/σο, τόπος ιστορικής μάχης του ’21. Προφανώς όπως συνηθιζόταν η περιοχή είχε δοθεί σε βυζαντινό αξιωματούχο ως πρόνοια, αφού αναφέρεται και στρατηγός Μανιάκης τον 11οαιώνα. όχι ασυνήθιστό φαινόμενο όπως δείχνουν κι άλλα τοπωνύμια στην Πελ/σο και αλλού πρβλ Λεοντάρης, Πιγκέρνης, Σκαραμαγκάς, Καματερός κτλ(ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)
Μανίκας- Από τη λέξη μανίκα, i)Σιδερένια θωράκιση που προστατεύει τους βραχίονες πολεμιστή ή ii) Μανίκι ενδύματος. <λατ. - ιταλ. Manica. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, στη μορφή Μανίκης, το 1355 στο Μελένικο.{ΜΣΚ}(BZP)
Μανούκας- Από το βαφτ. Μάνος(Εμμανουήλ) και την καταλ. –ούκας,βλ. Γιάννης-Γιαννούκος-Γιαννούκας,Μαύρος-Μαυρούκος-Μαυρούκας.{ΤΟΖ}
Μάντακας- Από την ιδιωμ.(Κρήτη) λέξη μάντακας, τσιμπούρι των σκύλων ή άλλων ζώων.{ΣΗΤΡ}
Μαντάς- i)Ο κατασκευαστής ή πωλητής μαντών(μαντά, τα). Μάντα, είδος μανδύα <ιταλ.manta. Το επώνυμο σχηματίζεται από το ουσ. μάντα και την επαγγελ. κατάληξη –άς(βλέπε βαρελάς, ψωμάς,παπλωματάς κ.α.). ii) Από το τουρκ. mandaz, το βουβάλι. Ή από το μεσν/δημωδ. μάντης.{ΜΣΚ}
Μάντζαρης/Μάντζαρος- i)Από το επών. Μάντζιος(βλ.παραπάνω) και την κατάληξη –αρης(βλ.Γιάνναρης) και αντίστοιχα την καταλ. –αρος(βλ.Αντώναρος).ii) Ή από το τουρκ. manzar, πρόσωπο.iii) από το τουρκ. mancar, ο Μαγιάρος, ο Ούγγρος, ίσως και η πιο πιθανή προέλευση καθώς πολύ Έλληνες έμποροι-έποικοι είχαν επαφές με την Ουγγαρία του 18-19ου αιώνα και όπως συνηθιζόταν στην πατρίδα του έπαιρναν σχετικό παρατσούκλι, πρβλ. σήμερα Αμερικάνος, Αυστραλός, Γερμανός για μετανάστες Έλληνες που επιστρέφουν στην Ελλάδα.{ΤΟΖ}
Μαντζουράνης-από τη λέξη μαντζουράνα(ποώδες αρωματικό φυτό που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό),ίσως βεν. βεν. Mazorana{Λ.Τ.}
Μαργαρώνης- Μητρωνυμικό επώνυμο από το θηλ. βαφτ. Μαργαρόνα<ιταλ. Margaronne.{ΤΟΖ}
Μαργέλης- Ίσως σχετικό με το ρήμα μαργελώνω,στριφώνω, ρελιάζω για στόλισμα. <ουσ. μάργελλον ή μαργέλλιον <υστλατ. margella. Μάλλον πιο πιθανό είναι να πρόκειται για μητρωνυμικό επίθετο απο το θηλ. βαφτιστικό Μαρία στην υποκοριστική του μορφή Μαργέλι(το). {ΜΣΚ}
Μαργιάννης- Μητρων. επώνυμο από τα βαφτ. Μαρία +Γιάννης>Μαργιάννη ,δηλαδή η Μαρία η γυναίκα του Γιάννη,πρβ.επων. Ελενογιάννης κτλ.{ΤΟΖ}
Μαριδάκης-ν.ε. μαρίδα + -άκης, αρχ. σμαρίς, αιτ. -ίδα{Λ.Τ.}
Μαρκεζίνης- Σχετικό με το μαρκήσιος, μαρκέζης. Τίτλος δυτικών ευγενών. <μεσν. λατ. marcensis – marquesius.{ΜΣΚ}
Μαρούλης-από τη λέξη μαρούλι, ίσωςαμαρούλ(λ)ιον& λατ. επίθ.*amarul(l)us/*amarul(l)a(lactuca). Κάλλιστα μπορεί να προέρχεται απο το βαφτιστικό Μάριος συν την υποκοριστική κατάληξη -ούλης. Ως κατάληξη επωνύμου τουλάχιστον απο το (περ.) 1300 αφού καταγράφεται κάτοικος της Λήμνου Ιωαννούλης, επίσης τον 13ο αιώνα στην Ιερισσό Χαλκιδικής καταγράφεται κάποιος Γεώργιος Κουτρούλης,κ.α. Το επίθετο Μαρούλης καταγράφεται αρκετές φορές όπως το 1305 ως επίθετο ενός "Μέγα Άρχοντος επι του Στρατού", επίσης ένας Αλέξιος Μαρούλης ταβουλάριος στη Σμύρνη το 1274, ένας Δημήτριος Μαρούλης το 1322 στη Θεσσαλονίκη ως γιατρός κ.α. {Λ.Τ.}(BZP)
Μασαβέτης- Ίσως από τη λέξημουσαβέτε, σχέδιο εγγράφου· βιβλίο πρόχειρης καταγραφής της περιουσίας ή των εισοδημάτων κάπ. για φορολογικούς σκοπούς,<τουρκ.müs(e)vedde.{ΜΣΚ}
Μασούρας- σχετικό με το ν.ε. μασούρι, ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύλινδρο, μσν. μασούριον < τουρκ. masur(a) (από τα περσ.) –ιον.{Λ.Τ.}
Ματαράς-1) Από τη λέξη μάτι συν την μεγενθ. επίθημα. –αράς, αυτός που έχει μεγάλα μάτια, ή λιγότερο πιθανό, 2) από το δημωδ. ματαράς(ο), είδος δερμάτινου ασκού,παγουριού, για τη μεταφορά νερού, από κηνυγούς και αγρότες. 3) Και αρκετά πιθανό να προέρχεται απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτιστικού Δημήτριος, Μάτης/Μάτος/Μάτας, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, συν την μεγενθ. κατάληξη -αράς, βλ. Γιανναράς, Γεωργαράς, κ.α. Η ίδια μορφή του Δημήτριος έχει δώσει επίθετα όπως Ματάκος, Ματακούδης,κ.α.(ΛΔΗΜ) (ΒΕΛΒ)
Ματρακούκας-Από το ιδιωμ. ματρακούκα, αλλιώς η μανδραγόρα<αρχ.μανδραγόρας. (ΛΔΗΜ)
Μάτσας- Ίσως από το αρομ.(βλαχ.) mață,η γάτα.{ΤΟΖ}ή
Ματσούκας- Από τη λέξη ματσούκι, ραβδί χοντρό που απολήγει σε σφαιροειδή όγκο ή παλούκι,πάσσαλος. <μεσν. λατ. mazuca <λαϊκ. λατ. Matteūca. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13οαιώνα, Ματζούκης, Μιχαήλ, το 1293 στη Σμύρνη.{ΜΣΚ}(BZP)
Μαυραγάνης- Από το ιδιωμ. μαυραγάνι, είδος σιταριού με μαύρο άγανο ή αγάνι(<ακάνιον<ακάνθιον).{ΣΗΤΡ}
Μαυροειδής/Μαυροειδάκος- Από το μεσν. μαυροειδής, ο μαυρουδερός, και ως κύριο όνομα,Μαυροειδής, στο Μεσαίωνα. <μαύρος + ουσ. είδος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14οαιώνα, Μαυροειδής Μιχαήλ, ιερέας στην Πόλη.(ΜΣΚ) (BZP)
Μέγας- Στη Χίο «μέγας» ο πρωτότοκος γιός.Αρχ. μέγας.{ΠΧΓ}
Μεθενίτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τα Μέθενα<Μέθανα, στην αργολική χερσόνησο.{ΤΠΝΜ}
Μεϊμάρης/Μεϊμεράκης- Από το τουρκ. mimar, ο αρχιτέκτωνας.(ΕΠΜΑ)
Μεϊντάνης- Σχετικό με το ους. μεϊντάνι, που σημαίνει πλατεία ανοιχτή/αγορά, από το τουκ.meydan., είχε και την έννοια του αντάρτη, του ζορμπά, επι τουρκοκρατίας.{ΜΣΚ}
Μελάς- Από το δημωδ.μελάς, ο παραγωγός ή έμπορος μελιού, μέλι συν το παραγ.επίθ. –άς. Διασημότερος φέρων του επίθετου αυτού, φυσικά ο Παύλος Μελάς. Ως επώνυμο, Μελάς, το συναντάμε πρώτη φορά, τουλάχιστόν απ’ότι έχω βρει, τον 14ο αιώνα στη Βέροια.(BZP) (ΛΔΗΜ)
Μελέκος- Από το τουρκ. melek, άγγελος.(?){ΣΗΤΡ}
Μελιγαλάς- Από τις λέξεις μέλι και γάλα. Επώνυμο από τα βυζαντινά χρόνια,14οςαιώνα,σε Χαλκιδική,Πόλη κτλ. Και τοπωνύμιο, στην Πελοπόννησο, Μελιγαλά(του), πιθανώς παλαιότερου ιδιοκτήτη της περιοχής.(BZP) (ΛΔΗΜ)
Μελιδόνης- Από το ιδιωμ. μελιδόνα, το θηλυκό χταπόδι.Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, αναφέρονται Μεληδόνη Καλή, 1309,Πυργί-Εύβοια, το 1393 στα Τρίκαλα Μεληδόνης κ.α.{ΓΚΕ}(BZP)
Μελικόκης- Από τη λέξη μελικούκια,μελικόκκια, είδος φυτού, επιστ. Crataegus orientalis var. flabellata bois.{ΔΟΦ}
Μελίστας- Ίσως σχετικό με το μσν.μελιστής, παρόμοιας σημασίας με το κερματιστής, αυτός που κάνει συναλλαγές, αλλάζει νομίσματα.{GLOBG}
Μεντές/Μεντεσίδης- Απ ο το τουρκ.mentese «το θηλυκωτήρι, ο μεντερσές».{ΤΟΖ}
Μεξιάς/Μεξάς-Αρβανίτικο επώνυμο,εμφανίζεται στην Ελλάδα περίπου τον 15αι,ως όνομα Αρβανίτη Stratioti(μισθοφόρου στους Βενετούς). Ετυμολογικά πιστεύω οτι συνδέεται με το αλβ.meksh(πληθ.meksha) το οποίο σημαίνει αρσενικό μοσχάρι(bull-calf) (VAED)
Μεράντζας- Επώνυμο από την ονομασία δέντρου, η μεράντζα, αλλιώς γαύρος, κάρπινος. Αγν.ετυμ.{ΤΟΖ}
Μεράς/Μεράκος- Από το δημωδ. μερί και μηρί, ο μηρός, το μπούτι,< μσν. μερίν < ελνστ. μηρίον, υποκορ. του μηρός. Η κατάληξη –άς, χρησιμοποιείται και για να τονίσει το νόημα του θέματος, πρβλ. αυτιάς, μυτάς κ.α. (ΛΤ)
Μέρκος- Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Μερκούριος, Μέρκος, στα βόρεια ιδιώματα(Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη κτλ.). Χρησιμοποιείται και σήμερα ως υποκοριστικό. (ΒΕΛΒ)
Μερκούρης- Από το βαφτ. Μερκούριος/Μερκούρης(Άγιος Μερκούριος)<λατ. Mercurius( ο Ρωμ. Ερμής).{ΜΣΚ}
Μεσάρης- Από το δημωδ. μεσάρης, ο μεσήλικας. (ΛΔΗΜ)
Μερσινιάς- Από το ν.ε. μυρσίνη, μερσίνη, η μυρτιά< < αρχ. μυρσίνη. Πιθανώς το επώνυμο λόγω του βαφτιστικού Μερσίνα απο το παραπάνω ουσιαστικό.{Λ.Τ.}
Μερτζάνης-Από το αραβ.τουρκ. mercan, κοράλλι. Χρησιμοποιείτο και ως βαφτιστικό.{ΣΗΤΡ}
Μηλιώρης- Ίσως σχετικό με το ιδιωμ. μηλιόρι, δλδ το θηλ. πρόβατο που δεν έχει γεννήσει ακόμα. Είναι συχνό το φαινόμενο να υιοθετούνται επώνυμα από τη ποιμενική ζωή και ειδικότερα από ειδικούς χαρακτηρισμούς των ζώων,βλ. Ζυγούρης, Βετούλης, Λιάρος κ.α.{ΓΚΕ}
Μιλιαράς/Μηλιαράς- 1)Από το ουσ. μιλιαράς, αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει και πουλεί μιλιάρια, λεβητοποιός, μιλιάριν το. ψηλό χάλκινο καζάνι, <λατ. miliarium.χαλκωματάς, <ουσ. μιλιάριν* + κατάλ. ‑άς. 2) Πολύ πιθανή είναι και η προέλευση απο τη μορφή του βαφτ. Μιχάλης, Μίλιος/Μήλιος συν το μεγεθ. επίθεμα -αράς, βλ. Γιανναράς, Κωσταράς, Νικολαράς κ.α. {ΜΣΚ}
Μιρανάς/Μιρανίδης,Μιράνογλου- Από το τουρ. miran «αρχηγός, τίτλος αξιώματος».{ΤΟΖ}
Μόρφος- Μητρωνυμικό από το θηλ. βαφτ. Μόρφω, και αυτό συγκεκομμένος τύπος του Ευμορφία.{ΤΟΖ}
Μοσχολούρης- Από το διαλεκ. μοσχολουριά, το δέντρο που παράγει το μοσχολούρι.(Χίος).{ΠΧΓ}
Μουζάκης- : Από το αρβανίτικο muzaqi “μοσχάρι,δαμάλι” και σχετίζεται με το αλβαν. Τπνμ. Muzhake. Επίθετο ευγενούς μεσαιωνικής αλβανικής οικογένειας . Κάλλιστα μπορεί το επώνυμο να προέρχεται από το μεσν. ελλ. μουζάκιον «είδος παπουτσιού».<αραβ. ή περσ.{ΤΟΖ}
Μούζας/ος- Από το μεσν. μούζα, η μαυρίλα, η μούτζα.{ΤΟΖ}
Μουρίκης- i)Από το αραβ.τουρκ. muhrik, ο θλιβερός ,ii)από την αρβαν. παραλλαγή του ονόματος Μαυρίκιος,iii) μουρίκι, σακί που κρεμούν από το λαιμό του ζώπυ για να τρώει.{ΣΗΤΡ}
Μούρτζινος/Μούρτζος-(Προκ. για χρώμα αλόγου) μαυροκόκκινος: οκτώ άλογα … τρία μούρτζινα, τρία κόκκινα κι ένα ψαρό μεγάλο (Ερωτόκρ. Β́ 383). [<επίθ. *μούργινος <ουσ. μούργα + κατάλ. ‑ινος (Meyer, NS II 42, Τριαντ.) ή <μτγν. επίθ. μούρσινος <μύρσινος <ουσ. μυρσίνη (Κουκ., Αλεξ. Στ.) ή <αρχ. επίθ. αμόργινος (Andr., στη λ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]{ΜΣΚ}
Μουρχούτας- Από το ιδιωμ.(Αρκαδ.) μουρχούτα, πήλινο βαθύ πιάτο,αγν.ετυμ.
Μουτάφης/Μουταφτσής/Μουταφίδης- Από το τουρκ.mutaf=πλέκτης σχοινιών.{ΠΕ}
Μούτσιος- Από το βλαχ.mucio “ό νέος”.{ΤΟΖ}
Μπαζάκας- Από το βλαχ.bazaca“η μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς”.{ΤΟΖ}
Μπαϊρακτάρης-ο σημαιοφόρος, τουρ.bayrak{ΜΚΣ}
Μπακάλμπασης- ο αρχιθαλαμάρχης,τουρκ.{ΜΚΣ}
Μπαλαμπάνης/ Βαλαβάνης- Από το τουρκ. balaban, αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, πελώριος.{ΣΗΤΡ}
Μπαλάσης- Από το ουσ. μπαλάσιον, το μπαλάσι, πολύτιμος λίθος, είδος ρουμπινιού, <ιταλ.balascio.Και σαν βαφτιστικό παλαιότερα, εξου και η διάδοσή του ως επιθέτου.{ΜΣΚ}
Μπαλάσκας/Παλάσκας- Από το ν.ε. παλάσκα «μικρή δερμάτινη θήκη φυσιγγίων», από το τουρκ.palaska.{ΤΟΖ}
Μπαλάφας/Μπαλαφούτης- Από το ν.ε. μπαλάφα, η ανοησία, σαχλαμάρα,<άγν.ετύμου. (Λ.Μ)
Μπαλής- Από το μτγν. μεσν. μπαλής «είδος αξιώματος». Ο Μπούτουρας(Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα,σ.110) το ανάγει στο βενετ. Bailo, όνομα αξιώματος, με αποβολή το ημιφώνου + -ής.{ANX}
Μπάλιος- Κυριολεκτικά προσδιορισμός αλόγου που έχει άσπρο κούτελο, <αρομ.bal'iŭ.{ΜΣΚ}
Μπαλτατζής-Ξυλοκόπος· στρατιώτης του οθωμανικού στρατού , ή κατασκευαστής μπαλτάδων(μπαλτάς,ο), <τουρκ. baltacι.{ΜΣΚ}
Μπάμιας-από τη λέξη μπάμια, τουρκ. bamya (από τα αραβ.){Λ.Τ.}
Μπάμπαλης- Από το ν.ε.μπάμπαλης(κυρίως στην Ήπειρο) που δηλώνει τον γέροντα, τον σεβάσμιο. Από το τουρκ. babali «ο πατέρας».{ΤΟΖ}
Μπαμπινιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαμπίνη, δημ.Αστακού,νομ.Αιτωλ/νιας.{ΤΠΝΜ}
Μπάμπουρας- Από το διαλεκτ. μπάμπουρας, κολεόπτερο έντομο, σκαραβαίος,<μεσν. μπάμπουλας-μπαμπούλας<αρχ.βομβυλός. (Λ.Μ)
Μπάρδης- Από το αρβαν. μπάρδε, άσπρος.{ΣΗΤΡ}
Μπάρκας- Ο κοιλαράς,από το αρβ. bark-κοιλιά{ΤΟΖ}
Μπαρκουμάδης- Από το αρβ. bark “κοιλια” και το επιθ. προσδιορισμό madh-i «μεγάλος», και δηλώνει τον κοιλαρά.{ΤΟΖ}
Μπαρμπαρέσος- Πιθανώς, από το πατριδωνυμικό Μπαρμπαρέζος, ο προερχόμενος από την Μπαρμπαριά, την Αλγερία. Λιγότερο πιθανό,από τη λέξη μπαρμπαρέσα, ναυτ. όρος, το «απολάβειο».{ΣΗΤΡ}
Μπαρμπούνης-ν.ε. μπαρμπούνι<βεν. barbon -ι{Λ.Τ.}
Μπαρούνης- μπαρούς· παρούνης. — Βλ. και μπαρόνος. Βαρόνος. <ιταλ. barone· πβ. γαλλ. Baron. {ΜΣΚ}
Μπάρτζης- Από το ν.ε.μπάρτζο «κατσίκι μαύρο με κόκκινο πρόσωπο»,μπάρτζα «κατσίκα φαιού χρώματος» από το Και στα σερβοκρ. barza “άσπρο πρόβατο”.βλαχ.bardzu«οσταχτίς» σχετικό ίσως με το αρβ. barδι «άσπρος».{ΤΟΖ}
Μπαρτζόκας- Από το βλαχ.bardzu “σταχτόχρωμος”και την βλαχ. υποκορ. καταλ. –oca.{ΤΟΖ}
Μπασάρας- Από τις λέξεις πασάς<τουρκ.pasa(με τροπή το π σε μπ), και τη μεγεθ. Καταλ. –άρας.πρβ. Αναγνώστης-Αναγνωσταράς, Βασίλης-Βασιλαράς.{ΤΟΖ}
Μπασιάκος-Ίσως ομόριζο με το Μπασάρας(βλ.παραπάνω), ή σχετικό με το τουρκ.bacak=πόδι, μπούτι.{ΤΟΖ}
Μπασιάς- Έτσι ονομάζει ο γυναικαδερφός τον άντρα της μεγαλύτερης αδερφής στην Θράκη, ίσως από το πασάς/ πασιάς.{ΣΗΤΡ}
Μπατακτσής- Ο κακοπληρωτής, ο χρεωκοπημένος,από το τουρκ.batakci.{ΛΛΑΔ}
Μπατάλης- Από το ηπειρ. διαλεκτ. μπατάλης, ο χαζός, από το τουρκ. batal «ο άνευ κύρους, ο απαράδεκτος).{ΤΟΖ}
Μπατζής- Στην ηπειρωτική διάλεκτο μπατζής λέγεται αυτός «που μαζεύει τα γάλατα από το μπατζαργειό» όπου μπατζαργειό «το μέρος της στρούγκας,όπου η τυροκομία και βουτυροκομία». Η λέξη προέρχεται από το σλαβικόbač-βουκόλος και bačija- ο τόπος και η καλύβα όπου αρμέγονται το καλοκαίρι τα πρόβατα.{ΤΟΖ}
Μπαχούμης-Ο παχύς,εύσωμος.(Αρκαδ.){ΠΠΠ}
Μπεγλής- Από το τουρκ. bencli, κρεατοελιά.{ΣΗΤΡ}
Μπεζεριάνος-μπαζιριάνης ο· μπεζεριάνης· μπεζιριάνης,ο πλανόδιος έμπορος, πραματευτής, <τουρκ. bazαrgân.{ΜΣΚ}
Μπέης (Βέης λογ.εξελλ.)- τίτλος ορισμένων υποτελών ηγεμόνων ή ανώτερων υπαλλήλων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τουρκ. bey `άρχοντας΄{ΜΚΣ}
Μπεκιάρης- Από το τουρκ. bekar «ο ανύπαντρος, ο εργένης».Η λέξη από τα τουρκ. στα αλβ.,βλαχ.,βουλγ.κτλ.{ΤΟΖ}
Μπεκτσής -ο. φύλακας, νυχτοφύλακας, <τουρκ.bekci.{ΜΣΚ}
Μπέλος (Μπελογιάννης κ.α.)- Από το ν.ε.μπέλος,χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το λευκό πρόβατο, κατσίκα κ.α., μεταφορικά και για τον ανοιχτόχρωμο άνθρωπο. Από το σλαβικό bělú «λευκός». Παρόμοιες λέξεις και στα αρβανίτικα και στα βλάχικα.{ΤΟΖ}
Μπερδέσης- Από το δημωδ. μπερδέσης, ο μπερδευτής, αυτός που μπερδεύει.Μπερδεύω<μσν. εμπερδεύω<εμπεριδένω `δένω μέσα κι έξω΄<εν + αρχ. περιδέω.(Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ)
Μπεντενιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από χωριό Μπεντένι. Χωριά με αυτό το όνομα υπάρχουν στο ν.Ηλείας μετονομασμένο ως Πεύκη,στην Αρκαδία-Σκοπή.{ΤΠΝΜ}
Μπερεκέτης(λογ.εξελλ.-Βερεκέτης)- Από το ν.ε. μπερεκέτι «αφθονία», και με τη σειρά του από το τουρκ. bereket με την ίδια σημασία.{ΤΟΖ}
Μπερμπάτης- Από το τουρκ. berbat, ο ρυπαρός, ακάθαρτος, χαλασμένος.(ΕΠΜΑ)
Μπίκος- Από το ν.ε. ουσ. μπίκος ο. τσάπα,<βεν. pico.{Λ.Τ.}
Μπίμπασης- Από το τουρκ.binbasi “ο ταγματάρχης”.{ΤΟΖ}
Μπίμπικας-Από το διαλεκτικό(Κρήτη), μπίμπικα, που δηλώνει το ράμφος,τη μύτη,αγν.ετυμ.{ΚΡΗΤ}
Μπινιάρης- Από το παλαιοτ.ελλ. μπινιαρης-δίδυμος,λατ.bunarius.(Λ.Μ)
Μπίρης- Από το αρβαν. μbιρ-ι, ο γιός.{ΣΗΤΡ}
Μπίρμπας- Από το ιδιωμ.(Σύρος, κ.α.), μπίρμπος/μπιρμπάντης,ο παλιάνθρωπος, <βενετ. birba. (MEYER)
Μπιρμπίλης- Από το λαικτρ. μπιρμπίλι, το αηδόνι, <τουρκ. bülbül(Λ.Μ)
Μπλάνας- Ίσως από το αρβ. blanë-a, σημάδι στο σώμα από πληγή ή αρρώστια.{ΤΟΖ}
Μπλέτσας- Από το ιδιωμ.(Ήπειρ.), μπλέτσας/μπλετσάρης, γυμνός, πρβλ. μπλετσοπόδαρος-ξυπόλητος.<σλαβ.ples. (MEYER)
Μπόζης- Από το παλαιοτ.ελλ. μπόζης-φαιός,σταχτύς,<τουρκ.boz(Λ.Μ)
Μποϊλής- Ο ψηλός, από τη λέξη μπόι(ύψος) και το παραγωγικό επίθημα –λής(τουρκ. -li). (Λ.Μ)
Μπόκος-Είδος πιθαριού,<διαλεκτ. ιταλ. bocco{ΜΣΚ}
Μπομπότας- Από το ν.ε. μπομπότα, το αλεύρι που προέρχεται από άλεσμα αραβόσιτου, <βεν.bobota
Μπονάτσος- Από το διαλεκτ.μπουνάτσα(Αγιασ.), τύπος ανδρικής βράκας χωρίς πτυχώσεις, χωρίς ”κύματα”, μεταφ. αφού μπουνάτσα δηλώνει και τη νηνεμία<βενετ.bonazza{ΛΛΑΔ}
Μπότης- Από το προσηγ. μπότης(και μπότι), μικρό δοχείο για νερό, από το μεσν. εμπότης(σημ.Χίος). Αλλά και υποκοριστική μορφή του βαφτ. Παναγιώτης στη βόρεια Ελλάδα.{ΤΟΖ}
Μπουγάς- Από το τουρκ. boga, ταύρος.{ΣΗΤΡ}
Μπούζας- Από το αρβ. buzës-χειλάς. Το προσηγ.μπούζα(χείλος)εμφανίζεται και σαν δάνειο στην ηπειρ. διαλ. {ΤΟΖ}
Μπούκουρας- Από το αρβαν. bukur, ο όμορφος.{ΣΗΤΡ}
Μπούμπουρας-Από το ν.ε. μπούμπουρας=είδος άγριας μέλισσας<ηχομιμητ.{Λ.Τ.}
Μπουντούρης/Βουδούρης- Από το τουρκ. bodur, κοντός, μικροκαμωμένος.{ΣΗΤΡ}
Μπουραζάνης- Από το ηπειρ. μπουραζάνα «είδος παντελονιού» σχετικό με το παντελόνι των Τούρκων σαλπιγκτών (borazan=σαλπιγκτής).{ΤΟΖ}
Μπούρας- Από το αρβαν. burrë-i «ο άντρας, ο γενναίος».{ΤΟΖ}
Μπουρνάζος- Από το τουρκ. burnaz, μυταράς.{ΣΗΤΡ}
Μπούτσικας- Στο κεφαλλ. ιδίωμα, μπούτσικα λέγεται ένα είδος παπουτσιών χαμηλών από κακής ποιότητας χοντρού δέρματος.{ΓΚΕ}
Μπουτσιούκος- Από το τουρκ.buçuk,ο μισός.{ΣΗΤΡ}
Μπρούμας- Από το αρομ.bruma “πάγος,λευκός”,<λατ.bruma,ο χειμώνας.{ΤΟΖ}
Ν
Ναλμπάντης- Από το τουρκ. nalbant, ο πεταλωτής.(ΕΠΜΑ)
Νάτσιος- Απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Αθανάσιος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα (Σιάτιστα, Καταφύγι, Βελβεντό κ.α.). Αθανάσιος>Νάσιος>Νάτσιος. (ΒΕΛΒ)
Νεγρεπόντης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Νεγρεπόντε, η Εύβοια στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Παρετυμολογικά από το τοπικό όνομα για ολόκληρη την Εύβοια, Έγριπος< Εύριπος, ο στενότερος πορθμός του Ευβοικού κόλπου, στη Χαλκίδα.{ΤΠΝΜ}
Νιάκαρης –νιάκαρα,τύμπανα ή κρόταλα, «σάλπιγγες με τσι νιάκαρες» (Ερωτόκρ. Β́ 230), <βεν.Gnacara{ΜΣΚ}
Νιάρχος- Από το σπάνιο βαφτιστικό Νέαρχος, όνομα αγίου που γιορτάζει στις 22 Απριλίου, <νε(ο)+-άρχος(άρχω)(Λ.Μ)
Νιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το νησί Ίος(Νιός λαικτ.).{ΤΠΝΜ}
Νομικός- Στα επώνυμα χρησιμοποιείται η έννοια που έχει σαν εκκλησιαστικός κατώτερος αξιωματούχος.{ΜΣΚ}
Νόμπελος-Ευγενής· ευπατρίδης:άρχοντες και νόμπελους μεγάλους(Τζάνε, Κρ. πόλ. 3426). [<ιταλ.nobile]{ΜΣΚ}
Νοτάριος-ή νοτάρης, ο γραμματικός,βυζ.αξιωμ. <λατ.Notarius{ΜΣΚ}
Νούτσος- Από το βαφτ. Νούτσος συγκεκομμένος τύπος του Γιαννούτσος<Γιάννης +υποκορ. καταλ. –ούτσος(ιταλ.-uccio και –uzzo).{ΤΟΖ}
Νταβατζής-ο προστάτης<τουρκ. dâvacι.{ΜΣΚ}
Νταβέλης- Από το βλάχ.daveli«όνομα που δίνεται σε ασπρόμαυρο σκύλο». Όνομα γνωστού Αρβανιτόβλαχου ληστή της Αττικής του 19ουαιώνα.{ΤΟΖ}
Νταγιαντάς- Από το ν.ε. νταγιαντώ= υπομένω, αντέχω< τουρκ. dayand.{Λ.Τ.}
Ντάγκας- Ίσως σχετικό με το τουρκ. dag=βουνό.{ΗΠΟΙΚ}
Νταγκλής- ο βουνίσιος, τουρκ. dag(βουνό) και κατ. –li.{ΜΚΣ}
Νταϊφάς/Ταϊφάς- Από το τουρκ. taife, ομάδα, σωματείο, κλέφτικη συμμορία.{ΣΗΤΡ}
Ντάλας- Από το τουρκ. dal, γυμνός.{ΣΗΤΡ}
Νταλιάνης(Δαλιάνης)- Από το ν.ε. νταλιάνι «είδος διχτυού»,<τουρκ.dalyan «μεγάλο δίχτυ ψαριών».{ΤΟΖ}
Ντάφλας/Ντάφλης-Κυρίως μητρωνυμικά, από το βαφτ. Νταφλώ<υποκορ. του Τριανταφυλλιά, ή από το αρσ. Βαφτ. Ντάφλας <υποκορ. μορφή του Τριαντάφυλλος. (ΣΨΘΡΑ)
Ντελής- Σύνηθες πρώτο συνθετικό σε πολλά ελληνικά επίθετα, έχοντας την έννοια του τρελού, του θρασύ(Δεληγιάννης, Ντελής κ.α.). Από το τουρκ. deli,τρελός.{ΣΗΤΡ}
Ντεμίρης- Από το τουρκ.demir “το σίδερο, ο σιδερένιος”, την ίδια καταγωγή και τα επών.Δεμερτζής
Ντέπος- Από την καταγεγραμμένη μορφή του θηλ. βαφτ. Δέσποινα-Δέσπω> Ντέσπω>Ντέπω. Η μορφή απαντάται στα βορειοελλαδικά ιδιώματα(π.χ. Βελβεντό). (ΒΕΛΒ)
Ντερτιλής- Από το τουρκ. dertli, ο βασανισμένος, αυτός που έχει ντέρτι.{ΣΗΤΡ}
Ντόκος- Από το τουρκ. dok, ο χορτάτος.{ΣΗΤΡ}
Ντόνας-Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Αντώνης>μεγενθ. Αντώνας> Ντώνας(Ντόνας). Πάρα πολλά δισύλλαβα επίθετα Ελλήνων είναι από τέτοιες υποκοριστικές μορφές συνηθισμένων βαφτιστικών. (ΒΕΛΒ)
Ντόριζας/Δόριζας- Αρβαν. επώνυμο ίσως από το αρβ. dorë-a,το χέρι, με την υποκορ. κατάλ. dorëza, μικροχέρης σύμφωνα με τον Μπίρη(Αρβανίτες …σελ.200).{ΤΟΖ}
Ντούμας/Δούμας- Από το βαφτ.Ντούμας, μορφή του Δημήτριος, κυρίως από Βλάχους. Δούμας <Ντούμας, με λόγιο εξελλ. ντ>δ {ΤΑΧΚ}
Ντούνης(Ντουνάκης)- Το επώνυμο ίσως σχετίζεται με το τουρκ.(οθωμ)-dûnμίζερος,ασήμαντος.
Ντουνιάς/Δουνιάς- Από το τουρκ. dunya, κόσμος, γή.{ΣΗΤΡ}
Ντουντούνης- Από το τουρκ.tütün “o καπνός”.{ΤΟΖ}
Ντούσκος- Από το αρβ.dushk-u «βαλανιδιά».{ΤΟΖ}
Νύσταζος- Αυτός που δεν είναι δραστήριος, ο κοιμισμένος.{ΣΗΤΡ}
Ξ
Ξεπαπαδάκος- Επώνυμο από παρατσούκλι που δινόταν σε ανθρώπους οι οποίοι έπαβαν να φέρουν το ιερατικό σχήμα, έπαβαν να είναι παπάδες, «ξεπαπάδες».
Ξηρός- Από τη λέξη ξηρός,ξερός, ο μη έχων υγρασία-νερό. Μτφ για ανθρώπους ο τραχύς, σκληρός. Ως επώνυμο ήδη από τον 12ο αιώνα, Ξηρός Ιωάννης, αξιωματούχος του Βυζαντίου.(ΛΔΗΜ)
Ξηροτύρης- Από το ν.ε. ξηροτύρι,ξερό (στεγνό ή σκληρό) τυρί, ξηρός + ουσ. τυρί.{ΜΣΚ}
Ξυπολιάς/Ξυπολιτάς- Από τις ιδιωμ. παραλλαγές του ξυπόλητος, ο ανυπόδητος,< σν. ξυπόλυτος < εξυπόλυτος.
Ξυρίσης- Από το ρήμα ξυρίζώ, στον μέλλ.τρίτ.προσ. ξυρίσει, καθόλου ασυνήθιστο να σχηματίζονται επώνυμα από τύπους ρημάτων, βλ.Ξεσφίγγης, και εισαγωγή «Ελληνικά επίθετα (Α-Λ)-ετυμολογία».
Ξωμερίτης- Από το δημωδ. ξωμερίτης, ο εξωμερίτης, ο έλθων από έξω μέρη, ξενοτοπίτης. (ΛΔΗΜ)
Ο
Οικονόμου(Οικονομόπουλος,Οικονομάκης κ.ο.κ.)- Συχνότατο ελληνικό επώνυμο, κυρίως λόγω της σημασίαςτης λέξηςοικονόμοςωςεκκλησιαστικός αξιωματούχος, κληρικός, υπεύθυνος κυρίως για την οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού.{Λ.Τ.}
Π
Παβούρης- Στη Χίο, παβούρι ο θαλάσσιος κάβουρας, ο μαλλιαρός.{ΣΧΓ}
Παγανός- Από το μεσν. και δημωδ. παγάνος, ο πολίτης, αντίθ. ο στρατιωτικός,σύμφωνα με το Λεξ.Σουΐδα, «παγάνος, αστράτευτος». Ως επώνυμο τουλάχιστον,από τον 13ο αιώνα σε Λήμνο,Χαλκιδική,Μεθώνη κτλ. Σύμφωνα με το μεσαιωνικό λεξικό του Εμ. Κριαρά η λέξη δηλώνει τον αλλόθρησκο. Σύμφωνα με το Λεξ. Τριανταφυλλίδη η λέξη "παγανός" δηλώνει τον καλικάντζαρο, ενώ η λέξη προέρχεται απο το ελληνιστικό παγανός(ο ειδωλολάτρης, ο αγρότης, ο αγροίκος), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται απο το λατινικό "paganus">"pagus" που δήλωνε την ύπαιθρο, ή το χωριό. (BZP)(ΛΔΗΜ){Λ.Τ.}
Παγδατής- Ίσως σχετίζεται με το μσν. βαγδάτιν, «ιμάτιον βαγδάτιν»,< ύφασμα από τη Βαγδάτη.{ΜΣΚ}
Πάγκαλος- Από το μεσν. πάγκαλος,υπερθ.παγκάλλιστος,1)ο πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος,2) ο πάρα πολύ ενάρετος, έντιμος, ηθικός,< αρχ. επίθ. πάγκαλος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, σε Θεσσ/κη,Κύπρο,Τραπεζούντα, Σέρρες,Χαλκιδική,κτλ.(BZP)(ΜΣΚ)
Παγκράτης- Από την αρχ. λέξη παγκρατής, ο παντοδύναμος, πανίσχυρος,και όνομα αγίου, χρησιμοποιούμενο και ως βαφτιστικό. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα ως Παγκράτης και Παγκράτιος, στην Τραπεζούντα, Κύπρο, Πόλη,Κρήτη κτλ. (BZP) (ΛΔΗΜ)
Παδιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Πάδη,ν.Καρδίτσας.{ΤΠΝΜ}
Πάζης- ίσως από πάζι ,είδος τεύτλου·παντζάρι, <τουρκ. pazi{ΜΣΚ}
Παλάβρας-Παλαύρας- Από το δημωδ. παλάβρα, ανόητος λόγος, κομπορρημοσύνη,< ισπαν. palavra `λέξη΄<λατ. parabola<ελνστ. παραβολή.(ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Παλαιολόγος- Από το μτγν.ρημ.παλαιολογώ, λέω, ομιλώ περί αρχαίων-παλαιών πραγμάτων. Επώνυμο της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου. Συνηθέστατο επώνυμο σήμερα, κύριως λόγω της χρησιμοποίησης του «Παλαιολόγος» ως βαφτιστικού, όπως έγινε και με το Κομνηνός, Δούκας, Ράλλης(Ραλλού),Δούκας(Δούκισσα), Βάρδας κτλ.(ΛΔΗΜ)
Παλαμήδας-ν.ε. παλαμίδα<μσν.παλαμίδα < ελνστ.Παλαμίς<αρχ.πηλαμύς{Λ.Τ.}
Παλιούρης- παλιουρή η. φράχτης ή περίφραξη από παλιούρια, <μτγν. ουσ. παλιουρέα{ΜΣΚ}
Παλιούρος- ο· πάλουρος. Είδος αγκαθωτού θάμνου (παλιούρι), αρχ. ουσ. παλίουρος.{ΜΣΚ}
Πάλλας/ - Από το ν.ε. πάλλα,<τουρκ. pala,σπαθί.{ΣΗΤΡ}
Παλούμπης- Από το αρβαν. pëllumb, το περιστέρι, από το λατινικό palumba, palumbus. (ΧΡΑΡΒ)
Παμπούκης-Από το τουρκ. pambuk, μπαμπάκι.{ΣΗΤΡ}
Πανέτσος-Επών. από το βαφτ.Πανέτσος, υποκορ. του Πάνος<Παναγιώτης, συν την κατάληξη –έτσος<ιταλ. –ezzo.,πρβλ.Γιαννέτσος,Κωστέτσος κτλ.{ΤΟΖ}
Παννάς- Ο πωλητής πανιών(τα πανιά), υφάσματα. Η κατάληξη –άς συνήθως δηλώνει επάγγελμα.{ΠΧΓ}
Πάντος/Παντίδης/Παντούδης/Παντούλης- Από το υποκορ. του βαφτ. Παντελής.
Παντούρης- πανδούρα η· μαντούρα· παντούρα. είδος μουσικού οργάνου. μτγν. ουσ. πανδούρα{ΜΣΚ}
Παξινός- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τους Παξούς,Ιόνιο πέλαγος.{ΤΠΝΜ}
Παπατρέχας-Από το δημωδ. παπατρέχας, ο παπάς που διαβάζει γρήγορα τις ακολουθίες, και γενικ. χαρακτηρισμός κάποιου που κάνει πράγματα γρήγορα χωρίς την προσοχή που πρέπει. (ΛΔΗΜ)
Παπαχελάς- Από το σύνηθες πρώτο συνθετικό παπάς, και το χελάς, ο ψαράς ή πωλητής χελιών. <μσν. χέλι < αρχ.ἐγχέλειον. Η κατάληξη –άς, από το ελνστ. επίθημα -ᾶς, δηλώνει το πρόσωπο που το επάγγελμά του είναι σχετικό με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, φτιάχνει ή πουλάει αυτός που φανερώνει η πρώτη λέξη,πρβλ. γάλα-γαλατάς, ψωμί-ψωμάς, ελνστ. χαρκωματ-ᾶς `χαλκωματάς΄ κτλ.(ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Παπούλιας- Από το δημωδ. παπούλιας-παπούλης, υποκορ.του παππούς, και ο γέρος ιερέας. Οι κατάλ. –ούλης/-ούλιας, συνηθέστατες σε επώνυμα, προέρχεται από το μσν. επίθημα -ούλι(ν). Σε επώνυμα η κατάλ.-ούλης τουλάχιστον από τον 13οαιώνα, πρβλ.Σακκούλης, Γιαννούλης(1402-Κρήτη),Φωτούλης(1318-Στρυμών),Καρδούλης(1303-Χαλκιδική) κτλ. Σήμερα βλ.Γιαννούλης-Γιαννούλιας,Φωτούλης- Φωτούλιας, κτλ (BZP)(ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Παπουτσής- παπουτσής,υποδηματοποιός, τσαγκάρης,<τουρ. papuccu{ΜΣΚ}
Παρίσης- Από το βαφτ., κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, Παρίσης, <Κυπαρίσσης, από την ευχή-να γίνει ψηλός σαν κυπαρίσσσι, όπως Πολύζος-να έχει πολυζωΐα, Πολυζώης-το ίδιο, Ρίζος-να ριζώσει, Στέριος-να στεριώσει,κτλ. {ΜΓΤΧ}
Παρλάκης- Από το τουρκ. parlak, έξυπνος.{ΣΗΤΡ}
Πασπαλιάρης-Από το πασπαλιάρης «ο υπηρέτης του μύλου που πασπαλεύει το αλεύρι», από το πασπάλη<αρχ. πασπάλη και την λατινογενή κατάληξη –άρης< μσν –άριος< λατ. arius.{ΤΟΖ}
Πατακός- Από το ιδιωμ.(Κρήτη), πατακός, πατακιός, ο μικρόσωμος, ο άσχημος, αρχ. πάταικος.{ΣΗΤΡ}
Πατακός- Διαλεκ. λέξη που χρησιμοποιείται στην Κρήτη ως περίπαιγμα μικρόσωμων και δύσμορφων ανθτώπων{ΣΗΤΡ}
Πατατούκας- Από το ν.ε. πατατούκα, είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού. <βεν. patatuc(o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς).{ΣΗΤΡ}
Πατέλης- Από το διαλεκτ. πατέλης, πατελάρος=φαλακρός. Σύμφωνα με τον Καραποτόσογλου προερχ. από το λατ.patella υποκοριστικό του pateo, είμαι ανοιχτός. ;{ΚΕΣ}
Πατούχας- Από το ιδιωμ. πατούχας, αυτός που έχει μεγάλες πατούσες.{ΣΗΤΡ}
Πατρώνης- Από το ν.ε. πατρώνα «αφέντισσα» <ιταλ. padrone “κύριος, άρχοντας”.{ΤΟΖ}
Πατρώνης- Από το ν.ε. πατρώνα «αφέντισσα» <ιταλ. padrone “κύριος, άρχοντας”.{ΤΟΖ}
Πατσός/Πατσουρός-ης/Πατσούρας- Από το δημωδ. πατσός, ο σιμός,ο πλακουτσομύτης, πατσομύτης. (ΛΔΗΜ)
Παφύλλης- Από το ν.ε. παφύλλι, υποκορ. του πάφυλλας< συμφ. τουρκ. pafta(μικρή μετταλική πλάκα) και του πληθ. φύλλα. Η λέξη από τα ελληνικά και στα βλαχ. pafil “o λευκοσίδηρος”.{ΤΟΖ}
Πελεκίδης- Από το ν.ε. πελέκι< μεσν. πελέκιον<αρχ. πέλεκυς και αρχ. πατρων. Καταλ. –ίδης.{ΤΟΖ}
Πέπανος- Από το αρχ & μεσν πέπανος και πεπανός,ο ώριμος, τρυφερός και μαλακός,βλ. Προδρ(2,170) «-και συναγρίδα πεπανή, ω θε μου, μαγειρία». Ως επώνυμο αναφέρεται, τουλάχιστον, τον 13ο αιώνα σε Πόλη, Σέρρες, Χαλκιδική, Φιλαδέλφεια, Λέρος, κτλ.. Πέπανος (Αντώνιος) και Πατρινός ολυμπιονίκης του 1896.(BZP) (ΛΔΗΜ)
Πεπονής-ν.ε. πεπόνι<μσν.πεπόνι< ελνστ.πεπόνιον υποκορ. του αρχ.(σίκυος) πέπων `αγγούρι ώριμο΄{Λ.Τ.}
Περγούλης- Από το προσηγ. περγούλια “η κληματαριά”, <μσν.πέργουλο<λατ. pergula.{ΤΟΖ}
Περπέρης/Περπερίδης- Από το δημώδ. περπέρα, η φλύαρη γυναίκα, και περπέρης. <ελνστ. πέρπερος, ο κενόδοξος, ψευδολόγος, ο φαντασμένος. (ΛΔΗΜ)
Περισσάκης- Από το μσν. & δημωδ. περισσός,και περίσσιος, ο πλεονάζων, ο υπερβολικός. Η κατάληξη –άκης, συνηθέστερη στην Κρήτη. (ΛΔΗΜ)
Περτσέλης/Περτσελάκης- Από το ιδιωμ.(Λήμν.) περτσελό , το πρόβατος με πολλά χρώματα, και περτσούλα η φακίδα, περτσλιάρης ο φακιδιάρης.Λογικά σχετικό με το ‘παρδαλός’ με περίπου την ίδια έννοια.(ΛΞΛΜΝ)
Πετιμεζάς/Πετμεζάς- Επίθετο φημισμένου Καλαβρυτινού αγωνιστή της Επανάστασης.Από το ν.ε. πετιμέζι & πετμέζι 1. πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε έχει υπερβολικά γλυκιά γεύση: ~ τον έκανες τον καφέ. <τουρκ. pekmez -ι .{Λ.Τ.}
Πίβουλος- Από το δημωδ. πίβουλος, ο επίβουλος, ο δόλιος και πανούργος. (ΛΔΗΜ)
Πιγκέρνης- Από το μεσν. πιγκέρνης,ο επικέρνης, ο οινοχόος. Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας, και τοπωνύμιο σε Αττική και Αρκαδία,Πιγκέρνι ή σωστότερα Πιγκέρνη(του). (ΛΔΗΜ)
Πιέρρος/Πιερρίδης/Περρής/Πιερράκος- Επώνυμο από το βαφτ. Πιέρος, μορφή του "Πέτρος" ύστερα απο φράγκικη επιρροή. <>
Πιπέρης- από το μπαχαρικό πιπέρι, μσν.πιπέρι(ον)υποκορ. του ελνστ.πίπεριπαράλλ. τ. του αρχ.πέπερι(ανατολ. προέλ.){Λ.Τ.}
Πιπιλής/Πιπίλας- Από το δημωδ. ρήμα πιπιλίζω-πιπιλώ, πιπιλής αυτός που πιπιλίζει. Όπως έχουμε αναφέρει ξανά, δεν είναι καθόλου σπάνιο να σχηματίζονται επώνυμα από απλούς τύπους ρημάτων, πολλές φορές από το τρίτο ενικό πρόσωπο ενεστώτα, πρβλ. Αγρεύης (αγριεύει), Ασημώνης (ασημώνει), Βουλώνεις (βουλώνει), Γαργαλής (γαργαλεί), Γουρλώνης (γουρλώνει), Δένης (δένει), Κακιώνης (κακιώνει), Κατέχης (κατέχει), Κολώνης (κωλώνει), Κουμαντάρης-Κουμανταράκης (κουμαντάρει), Κουτσοπίνης (κουτσοπίνει), Κρυώνης (κρυώνει), κτλ βλ. εισαγωγή «Ελληνικά επίθετα (Α-Λ)-ετυμολογία», σχόλια Ανδριώτη. (ΛΔΗΜ)
Πιπίνης- Μητρωνυμικό από το βαφτ. Πιπίνη, υποκορ. του Δεσποίνη<Δέσποινα. Τη μορφή αυτή συνάντησα στις πηγές για την διάλεκτο των Σαράντα Εκκλησιών της ανατολικής Θράκης, προ των ανταλλαγών, δεν αποκλείεται να εμφανίζεται και σε άλλες περιοχές. (ΣΨΘΡΑ)
Πιστικός/Μπίστικος- Από το δημωδ. πιστικός-μπιστικός, ο μισθωτός βοσκός, έμπιστος συν την κατάλ. –ικός.,< μσν. μπιστικός (στη νέα σημ.) < ελνστ. πιστικός `πιστός, έμπιστος΄. (ΛΤ)
Πιτσούνης/Πίτσουνας- Από το ν.ε. πιτσούνι< ιταλ. piccion(e).{ΤΟΖ}
Πιττάρης- Στη Χίο πιττάρι λέγεται το χονδρό μαστίχι, μικρή πίττα μαστίχας.{ΣΧΓ}
Πλέστης- Από το αρβαν. πλjεσhτι,ψύλλος.{ΣΗΤΡ}
Πλώτας/Πλότας- Από το αρβαν.plotë, ο γεμάτος, απόλυτος, και ο σωστός. {ALBD}
Ποκάρης- Από το δημωδ. ποκάρι, η ποσότητα του μαλλιού που προέρχεται από το κούρεμα προβάτου, ίσως το επώνυμο με την έννοια του μαλλιαρού, ή του εμπόρου ποκαριού. (ΛΤ)
Πολυκανδριώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τη νήσο Πολύκανδρο,η Φολέγανδρος.{ΤΠΝΜ}
Πορτοκάλης-ν.ε. πορτοκάλι<ιταλ. portogallo{Λ.Τ.}
Πουλακίδας- Από το δημώδ. πουκακίδα, η πουλάδα, η μικρή κότα, υποκορ. του πουλιού. (Λ.Τ)
Πουλίκας- Μητρωνυμικό από το υποκορ. τύπο του βαφτ. Πούλια-Πουλίκα.{ΤΟΖ}
Πουλίτσας- Από το μεσν. πουλίτσι, πουλάκι.{ΣΗΤΡ}
Πουρνάρας- Από το ν.ε. πουρνάρι < μσν. *πουρνάριον < *πιρνάριον{Λ.Τ.}
Πράπας- Από το αρβαν. πράπε, ο ανάποδος(μτφ), ο κακός άνθρωπος.{ΣΗΤΡ}
Πρασάς- Αυτός που εμπορεύεται ή παράγει πράσα. πράσο+καταλ. –άς, όπως λαχανάς,ψωμάς,λαδάς κτλ.{ΤΟΖ}
Πράτσικας- Από το σλαβ.pracka, βέργα.{ΣΗΤΡ}
Πρέντζας-Από το κεφαλλ. ιδιωμ. πρέντζα, το τυρί που τοποθετείται μέσα σε ασκό, σε άλλες περιοχές της Ελλάδας συναντιέται ως ασκοτύρι, τουλουμοτύρι και αυτός ο ασκός πρεντζάσκι.{ΓΚΕ}
Πρέκας/Πρέκκας- Από το ν.ε. διαλεκτ. πρέκι, οριζόντιος δοκός που τοποθετείται στο πάνω μέρος της πόρτας ή του παραθύρου,για να στηρίζει τον τοίχο από πάνω, μεσν. πριέκιον. Το επώνυμο εμφανίζεται κυρίως στα Δωδεκάνησα(Ρόδος, Κως,κτλ), Κυκλαδες(Σαντορίνη,Αμοργός κτλ). (Λ.Μ), πρβλ. το ομόσημο επων. Γκλαβάνης-γκλαβάνι(σλαβ.αρχής).
Πρέπος- Μητρων. επώνυμο από το σπάνιο θηλ. βαφτιστικό Πρέπω(από τη λέξη “πρέπει”), χρησιμοποιούμενο στη βόρεια Ελλάδα. (ΒΕΛΒ)
Πρίσκας- Από το ιδιωμ.(Αχαΐα, Ηλεία κτλ), πρίσκα, η (πρησμένη) κοιλιά, και πρίσκας ο κοίλιαρης, ο κοιλάρας, ο μπάκας.<μεσν. πρήσκω<αρχ. πρήθω.(ΛΤ)
Πρυόβολος (Πρυοβολάκης)- Από το ουσ. πρυόβολο, ο πυρίτης λίθος, η τσακμακόπετρα.{ΓΚΕ}
Πρωτόπαπας- Ο πρωτοπρεσβύτερος. [μσν. πρωτοπαπάς < πρωτο- + παπάς και μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]{ΜΣΚ}
Πρωτοψάλτης- Ο επικεφαλής των ψαλτών μιας εκκλησίας,μσν. πρωτοψάλτης < πρωτο- + ψάλτης{ΜΣΚ}
Πυλαρινός- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Πύλαρος της Κεφαλλονιάς, από τις πιο ορεινές στο ΒΑ τμήμα του νησιού. Κυριώτεροι οικισμοί τα Μακριώτικα και η Αγ.Ευφημία.{ΤΠΝΜ}
Πυργάκης/Πυργόπουλος/Πυργούσης/Πυργούδης- Από το παλαιότερο βαφτιστικό Πύργος,<προσηγ.πύργος. Και θηλ. Πυργού. (ΑΝΧΜ)
Πωρικός- Από το μεσν/δημωδ. πωρικό, αλλιώς το φρούτο, λόγια οπωρικό.< ελνστ. επιθ. ὀπωρικός `. (ΛΤ)
Ρ
Ράγκος- Από το ιταλ. rancο “χωλός, κουτσός”.{ΤΟΖ}
Ραζής- Από το τουρκ.αραβ. razi, ο ευχαριστημένος, ικανοποιημένος.{ΣΗΤΡ}
Ραφανάς- Από το μσν. ραφάνη, η ράφανος, το δημωδ. ραφανίδα,ρεπάνι, < ελνστ. ῥαπάνιον υποκορ. του αρχ. *ῥάπανος, ῥάφανος.(ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Ραχωβίτσας- Επώνυμο εθνικό που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Ραχωβίτσα (σημ.Μαρμαράς),ν.Σερρών.Το τπνμ. σλαβικό orahovo=καρυδότοπος. Αν και σπάνια μερικά επώνυμα σχηματίζονται με την απλή προσθήκη του τελικού –ς χωρίς ειδικές καταλήξεις(-ίτης,-ιώτης, -άνος, -αίος κτλ), πρβ.Λιδωρίκης, Σαλονίκης, Σαμοθράκης κτλ.{ΤΠΝΜ}
Ρεβίθης-από τη λέξη ρεβίθι, μσν.*ρεβίθι (πρβ. μσν. ροβίθι) < ελνστ. ἐρεβίνθιον<υποκορ. του αρχ. ἐρέβινθος{Λ.Τ.}
Ρέγγας-ν.ε. ρέγγα<βεν. renga{Λ.Τ.}
Ρένεσης- Από το αρβαν. ρρένεσ-ι , ο ψεύτης. (ΧΡΑΡΒ)
Ρέππας- Από το δημωδ. ρέπας και ρέπης, ο περιφερόμενος, ο φυγόπονος, ρέμπελος, ρεμπεσκές.(ΛΔΗΜ)
Ρήγας, Παπαρήγας ,Ρηγόπουλος ,Παπαρρηγόπουλος- Από το ν.ε. ρήγας,λαικότροπα ο βασιλιάς, μσν. ρήγας < ελνστ. ῥήξ, αιτ.ῥῆγα < λατ. rex. Τα παραπάνω επώνυμα σχηματίζονται με τα σύνηθες πρώτο συνθ. παπάς, και την χαρακτηριστική καταλ. –όπουλος.{Λ.Τ.}
Ριγανάκος-από τη ν.ε. λέξη ρίγανη, μσν. *ρίγανη (πρβ. μσν.αρίγανη) < αρχ.ἡὀρίγαν(ος){Λ.Τ.}
Ριζάρης- Σχετικό με το φυτό ριζάρι, φυτό που καλλιεργούνταν για την κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχουν οι ρίζες του.< μσν. ριζάριν < ελνστ. ῥιζάριον υποκορ. του αρχ. ῥίζ(α) –άριον.Rubia tinctorum.{ΔΟΦ}
Ριζικάρης- Από το δημωδ. ριζικάρης, αυτός που έχει ή επιφέρει καλή μοίρα, καλό ριζικό, ο γουρλής. (ΛΔΗΜ)
Ρίτσος- Από το ιδιωμ. ρίτσος,ο ρήσος, λαικτρ.αιλουροειδές τετράποδο, που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες ζούσε στον βορά. ,<σλαβ.ris.Μτφ. δηλώνει τον γρήγορο, τον ταχύ, και εκφρ. Σαν το ρίτσο τρέχει. (ΛΔΗΜ)
Ροδοκανάκης- Από το ιδιωμ.(Χίος) ροδοκάνι, δοχείο γυάλινο ενωμένο σταυρωτά, με ροδόσταμα, ραντίζουν με αυτό σε ορισμένες γιορτές στην εκκλησία. Επώνυμα παλιάς οικογένειας της Χίου.{ΣΗΤΡ}
Ροκανάς/Ρούκουνας- Ίσως σχετικό με το ν.ε. ρουκάνα/ ροκάνα , εργαλείο του χεριού για την επεξεργασία ξύλινων επιφανειών· πλάνη,< ελνστ.ῥυκάνη{ΜΣΚ}
Ρόκκος- Από το ιταλ. κύριο όνομα Rocco
Ρομπόλης- Από τη λέξη ρομπόλα, ποικιλία σταφυλιού, που καλλιεργείται στην Kεφαλλονιά, και το κρασί που παράγεται από αυτό. Άγνωστης ετυμολογίας.{ΓΚΕ}
Ρουβάς- Από το διαλεκτ.(Λιτοχ.) ρουβός,σημαίνει=όχι ευθύς, ύπουλος, πονηρός. Και ως επίρρ. «με κοιτάει ρουβά»,στραβά. Σύμφωνα με την Δούγα-Παπαδοπούλου προέρχεται :από το αρχ. ραιβός>ριβός(σημ.Στερ.Ελλ.) με στένωση του άτονου αι, κανονική στα βόρεια ιδιώματα> ρουβός, με χείλωση του ι>ου εξαιτίας του παρακείμενου χειλικού β.{ΕΤΥΠ}
Ρουβέλας- Από το διαλεκτ. ρούβελλας.(Παξ.,Αντιπαξ., Κερκυρα,Θεσπρ.). Λέγεται το πουλί «Ερίθακος ο ερυθρόλαιμος». Η λέξη αρχαία (Ησύχιος,5ος μ.Χ.), ωςρόβιλλος,βασιλικός όρνις. Η αρχ. λέξη προέρχεται από το λατιν.rubellus,-a,-um, ο κοκκινωπός.{ΚΕΣ}
Ρουμπής- Από το ν.ε. ρόμπος, κόμπος, ρουμπί(Πελοπ.), το κουρέλι.{ΣΗΤΡ}
Ρούσσος/Ρούσοπουλος- Από το ν.ε. ρούσος< για άνθρωπο με κοκκινωπά μαλλιά ή για ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα,< μσν. ρούσος < λατ. russ(us). Το Ρουσόπουλος ως επώνυμο ήδη από τον 11ο αιώνα, βυζαντινού αξιωματούχου(W.Seibt, Die byzantinischen Bleisiegel in Österreich I. Teil, Kaiserhof).({Λ.Τ.}
Σ
Σαβοργιαννάκης- Από το βενετ. επώνυμο Savorgnan=DiSavoia, και Σαβοργινάκης, Σαβοργίνης. Ορισμένες οικογένειες της βενετσιάνικης αριστοκρατίας, αν και μετά την τουρκική κατάκτηση στα τέλη του 17ου αιώνα κατέφυγαν στις βενετικές κτήσεις του Ιονίου ή στην Βενετία μαζί με Κρητικούς ευγενείς, παρέμειναν στο νησί και αφομοιώθηκαν από τον ντόπιο πληθυσμό. (ΚΡΗΤ)
Σαγιάς- Από το μεσν. . σαγιάς,ο. Είδος ενδύματος που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο.{ΣΗΤΡ}
Σακελλάριος-Από το βυζαντ. Εκκλησιαστικό τίτλο σακελάριος<λατ. sacellarius-ο }βαλαντιοφύλακας,θησαυροφύλακας.{ΜΚΣ}
Σακκάς- Από το δημωδ. σακκάς, ο κατασκευαστής σάκκων, ή ακολουθώντας τον ίδιο σχηματισμό (-άς) από το τουρκ.saka=υδροφόρος.{ΠΕ}
Σακοράφας: Από το ν.ε. σακοράφα, μεγάλη και χοντρή βελόνα που χρησιμοποιείται για ράψιμο με σπάγγο<ελνστ. σακκοράφος.{Λ.Τ.}
Σαλιβαράς- Από το δημώδες σαλιβαράς/σαλλιβαράς, ο κατασκευαστής σαλιβαριών, χαλιναριών. (ΘΗΣΑΥ)
Σαλός/Σαλογιάννης/Σαλαγιάννης- Από το ιδιωμ.(Ήπ.,και αλλού) σαλός, ο μωρός, τρελός, σχετικό με το ρήμα σαλεύω. (MEYER)
Σαμιαμίδας- Από το δημωδ. σιαμιαμίδι, είδος πολύ μικρής σαύρας, μολυντήρι, και χαρακτηρισμός για άνθρωπο μικρού αναστήματος.<αρχ. σαμιάμινθ(ος). (MEYER)
Σαμολαδάς- Από το δημώδ. σαμολαδάς, ο έμπορος/παραγωγός σαμολαδιού, αλλιώς το σουσαμέλαιο. (ΘΗΣΑΥ)
Σαμπάνης- Από το τουρκ. saban, αλέτρι. Σαμπάνης λογικά ο αλετράς.{ΣΗΤΡ}
Σαράπης- Από το τουρκ.sarap,το κρασί.{ΤΟΖ}
Σαρδέλης- σαρδέλα < ιταλ. sardella·{Λ.Τ.}
Σαρικάς- Ο κατασκευαστής ή πωλητής σαρικιών,<τουρκ. sarik.{ΣΗΤΡ}
Σαρρής(Σαρηγιάννης) κ.α.- Από το τουρκικό sari “ ξανθός. xλωμός”.{ΤΟΖ}
Σαχίνης- Από το τουρκ.περσ. sahin, γεράκι.{ΣΗΤΡ}
Σβωλός- Σχετικό με το ουσ. σβόλος , μικρή μάζα ξεραμένης λάσπης από χώμα.{ΓΚΕ}
Σγούρδος-Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη σγούρδος, ο σβέρκος.{ΓΚΕ}
Σεϊτανίδης- Από το αραβ.τουρκ. seytan, ο σατανάς.{ΣΗΤΡ}
Σεκέρης- Από το τουρκ. seker, η ζάχαρη.{ΣΗΤΡ}
Σελάς- Από το επαγγελ. Σελάς-ο σελοποιός(σέλα+ επαγγ. καταλ. –άς.){ΤΟΖ}
Σερεμέτης- Από το τουρκ. seremet, ατίθασος, ζωηρός.{ΣΗΤΡ}
Σερέτης- Από το τουρκ.sirret“o δύστροπος, κακότροπος”.{ΤΟΖ}
Σερέφης- Από το τουρκ. seref, τιμή, δόξα.{ΣΗΤΡ}
Σερίφης- Από το τουρκ. serif, έντιμος.{ΣΗΤΡ}
Σερσέμης- Από το τουρκ. sersem, νωθρός, ανόητος.{ΣΗΤΡ}
Σεφερλής- Από το τουρκ. seferli, αυτός που πάει σε πόλεμο(seferi), ο πολεμιστής.{ΣΗΤΡ}
Σημιτζής-κουλουράς, από το τουρκ.simit, και την τουρκ. κατάληξη -ci,-τζής.{ΜΣΚ}
Σιάρας- Ίσως από το βλαχ. σjαρα=πριόνι<λατιν.serra-ae=πριόνι. Η λέξη δάνειο στην ηπειρ.διαλεκ.{ΗΠΟΙΚ}
Σιάφος/Σιαφάκας- Επώνυμα από την παραλλαγή του βαφτ. Ιωσήφ.Το δεύτερο σχηματίστηκε με την μεγενθ. αταλ. –άκας, πρβ. Γεωργάκας,Γιαννάκας κτλ.
Σινόπουλος- Από το βαφτ. Σήνος, Σίνης, παραλλαγή του ονόματος Στασινός/Στασηνός< Αναστάσιος, σε διάφορες περιοχές όπως Μακεδονία, Κύμη, Πελ/σο κτλ. (ΑΝΧΜ)
Σισμάνης /Σισμανίδης- Από το τουρκ. şişman, πολύσαρκος, παχύς.{ΣΗΤΡ}
Σκάκος- Ίσως μητρωνυμικό από το διαλεκτ.(Ηπειρ.),κάκω “η θεία”.{ΤΟΖ}
Σκαραμαγκάς- Επώνυμο που δηλώνει τον κατασκευαστή σκαραμαγγίων, πολυτελές ύφασμα επι Βυζαντίου, συνήθως φερόμενο από τους αυτοκράτορες. Μεγάλη βυζαντινή οικογένεια με κλάδους σε Πόλη, Χίο και Αθήνα, εξού και το τοπωνύμιο Σκαραμαγκά Αττικής. (ΛΔΗΜ)
Σκαρμούτσος- Από το δημωδ, σκαρμούτσο, στήλη μεταλλικών κερμάτων σε χάρτινο περίβλημα, το φυσέκι,φουσέκι.<ιταλ. (ΛΔΗΜ)
Σκευάς-σχετίζεται με το υποκοριστικό του βαφτιστικού Παρασκευάς. Παρόμοια με το ανδρικό Σκευάς, χρησιμοποιούταν/-είται και το γυναικείο Σκευώ. Σημειωτέον οτι το όνομα Παρασκευάς/Παρασκευή ήταν πολύ συχνό σε ποιμενικούς πληθυσμούς, εξού και η Αγία Παρασκευή έχει αποκαλεστεί ως "Αγία των βλάχων".
Σκιαδάς- Από τη λέξη σκιάδι< ελνστ. σκιάδειον (και σφαλερή γραφή σκιάδιον). Είδος πλατύγυρου ψάθινου καπέλου το οποίο προστάτευε από τον ήλιο. Το επώνυμο «Σκιαδάς» δηλώνει τον κατασκευαστή αυτού του είδους ρουχισμού.{ΣΗΤΡ}
Σκιάς- Από τουρκ. eskiya, αντάρτης, ληστής.{ΣΗΤΡ}
Σκλαβενίτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τόπους όπως Σκαβηνία, Σκλαβουνιά, τοπωνύμια που χαρακτηρίζουν περιοχές με σλαβική κατοίκηση. Επι Βυζαντίου οργανώθηκαν στα αυτοκρατορικά εδάφη αυτόνομα μορφώματα Σκλαβούνων(Σθλαβίνων), οι Σκλαβηνίες.{ΤΠΝΜ}
Σκορδάς-από τη ν.ε. λέξη σκόρδο, ελνστ. σκόρδον < αρχ.Σκόροδον{Λ.Τ.}
Σκορδύλης- Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας, αρχοντόπουλων, με μέλη στην Κρήτη, απο το μεσν. σκορδύλη, είδος ζώου των βάλτων.(ΓΛΗΣΥ)
Σκουλάς- Σχετικό με το ν.ε. σκουλί, σκούλα, σκουλούδι. Σύμφωνα με τον Κοραή (Άτακτα,τ.4,Παρίσι 1828-1835,σσ.519-520), «σύναγμα λιναρίου πριν νεσθή».<αρχ. σκόλλυς.{ΚΕΣ}
Σκούλος- Από το ιδιωμ.(Κύθηρα), σκούλος, η ράχη, το αμβλύ μέρος του πελεκιού.{ΣΗΤΡ}
Σκουντής- Από το ιδιωμ.(Κρήτη) σκουντί, το κυνηγετικό σκυλί, και τοπ.παροιμία , «το σκουντί από μητάτο κι ο άνθρωπος από γενιά». (ΛΔΗΜ)
Σκούρτης- Από το αρβαν. σhκούρτë(shkurtër), κοντός.{ΣΗΤΡ}
Σκούτας- Από το ν.ε. σκουτί, χοντρό μάλλινο ύφασμα, <αρχ.σκυτίον υποκορ. του «σκύτος». (Λ.Μ)
Σκουτέλης- Από τη λέξη σκουτέλλι, το πήλινο πιάτο, μικρή γαβάθα < μσν. σκουτέλλι(ν) < σκουτέλλιον υποκορ. του σκουτέλλα < λατ. scutella{ΣΧΓ}
Σκουτέρης- Από το δημωδ. σκουτέρης, ο ποιμένας, ο τσοπάνος, κυρίως ο προιστάμενος στην στάνη,Κρυστάλλης,Ποιημ.Τραγ.Σταν.”ήθελα να’μουν τσέλιγγας να’μουν ένας σκουτέρης”. (ΛΔΗΜ)
Σμαΐλης- Επώνυμο από το σπάνιο βαφτιστικό Σμαΐλης<Σμαήλης<Ισμαήλ(γιος του Αβραάμ), γιορτάζει στις 17 Ιουνίου. Ίσως και λόγω της χρησιμοποίησής του και από μουσουλμάνους έχασε έδαφος.
Σολιώτης- Επώνυμο Αχαιού αγωνιστή του ’21. Εθνικό, δηλώνει καταγωγή από το χωριό Σόλος, δ.Ακράτας, ένα από τα Κλουκινοχώρια.{ΣΗΤΡ}
Σόμπολος- Από το ουσ. σόμπολα, οι μικρές πέτρες που χρησιμοποιούνται για τα μεταξύ των μεγαλύτερων πετρών χάσματα στις οικοδομές. Ίσως ο χτίστης που είχε την ιδιότητα να τοποθετεί τα σόμπολα(και σομπολάκια) στο υπο κατασκευή κτίριο.{ΓΚΕ}
Σουγλέρης/Σουβλερός- Από το δημώδ. σουβλερός, σουγλερός, αυτός που έχει σχήμα σούβλας (ιδιωμ.σούγλα), οξύ, μτφ. σε ανθρώπους αυτός που έχει σουβλερή μύτη,μυτερή. (ΛΔΗΜ)
Σουρμελής- Από το τουρκ. surme, σύρτης, χρυσό νήμα.{ΣΗΤΡ}
Σούτης(Σιούτης)- Από το επίθ. σιούτος «αυτός που δεν έχει κέρατα». Λέξη διαδεδομένη σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες με πιθανλη λατινική προέλευση. Βλαχ. sut,αλβ.shyt,σλαβ.šutu.{ΤΟΖ}
Σούρλας- Από το ιδιωμ.(Ήπειρ.) σούρλα, κάθε τι ψηλό που λήγει κωνοειδώς, π.χ. σουρκέφαλος, ο σχινοκέφαλος, που έχει μακρύ κεφάλι. Ετυμολογικά συνδέεται με το σλαβ. сурла ,η προβοσκίδα ή η πίπα/σφυρίχτρα/φλογέρα. (MEYER)
Σουχλέρης- Από το ιδιωμ.(Κρήτη) σουχλί, ο παχύς αφρός που επιπλέει στον ορό από το γάλα.{ΣΗΤΡ}
Σπαθάς- Από το επαγγελματικό σπαθάς(σπαθί+ επαγγ. καταλ.-άς). Σύνηθες επώνυμο επί Βυζαντίου ως Σπαθάς, Σπαθάρης, Σπαθάριος. Σπαθάριος ήταν βυζαντινό αξώμα. (μσν.σπάθα<αρχ.σπάθη){ΤΟΖ}
Σπανάκης-από το ν.ε. σπανάκι< μσν. σπανάκι.{Λ.Τ.}
Σπανός-Από το ελλ. επίθετο σπανός, άντρας που από τη φύση του δεν έχει καθόλου γένια. μσν. σπανός σύντμ. του ελνστ. σπαν(οπώγων) `που έχει αραιά γένια΄ -ός(Τριαντ.){ΤΟΖ}
Σπάτας- Από το αρβαν. σπάτε-α, το τσεκούρι.{ΣΗΤΡ}
Σπετσέρης- Από το ιταλ.spezieri, ο φαρμακοποιός. (Λ.Μ)
Σπηλιόπουλος- Από την εκδοχή του βαφτ.Σπυρίδων στην Αχαΐα και όχι μόνο, συν την χαρακτηριστική κατάλ. –όπουλος.
Σταβάρας- Από το ιδιωμ. σταβάρι, το τιμόνι του αλετριού, <αρχ. ιστοβοεύς.{ΣΗΤΡ}
Σταμπούλης- Από το το τουρκ.Istanbullu(εις την Πόλιν,πρβ.Ισμιρ<Εις Σμύρνη).{ΤΟΖ}
Στασινόπουλος/Στασινός- Από το βαφτ. Στασηνός-Στασινός, παραλλαγή του ονομ. Αναστάσιος, ήδη από την παλαιολόγεια εποχή, σε περιοχές όπως Θεσσ/κη, Σέρρες, Πόλη, Χαλκιδική, Καστοριά, Καππαδοκία κτλ.Συνηθισμένο και στην Αρκαδία.(BZP) (ΑΝΧΜ)
Στούπας- Από το δημωδ. στούπα, στουπί(μάζα από υφαντικές ίνες) που βάζεται μέσα στα καλαμάρια για συγκράτηση του μελανιού.Και Στουπάς, ο κατασκευαστής ή έμπορος στουπιών, <μσν. στουπί < ελνστ. στουππίον < αρχ. στυππεῖον. (ΛΔΗΜ) (ΛΤ)
Στουρνάρης- Από το ν.ε. στουρνάρι, 1. (λαϊκότρ.) α. τσακμακόπετρα. β. κάθε πέτρα σκληρή και αιχμηρή, 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) για άνθρωπο αμόρφωτο, άξεστο ή κουτό. < *στορυνάριον υποκορ. του ελνστ. στορύνη `νυστέρι΄, με επέκτ. της σημ. για κοφτερές πέτρες.{ΣΗΤΡ}
Στρέκλας- Από το ν.ε. στρέκλα<σλαβ.strukel,η αλογόμυγα.{ΗΠΓΛ}
Στρουμπουλός- Από το ν.ε. στρουμπουλός, ο παχύς με σ΄χημα σχεδόν σφαιρικό, από το αμαρτ. στρούμπος <αρχ. στρόμβος συν το παραγ. Επίθ. –ούλος, πρβ. παχουλός. (Λ.Μ)
Συγγρός/Τσιγγρός- Από το ιδιωματικό(Ποντ.Ίμβρος.) τσιγκρός, άρρωστος, αδύνατος.{ΣΗΤΡ}
Συρμός/Συρμόπουλος/Συρμάκης/Συρμούδης κοκ- Από το βαφτ. Σύρμος,Συρμώ,<σύρμα(η χρυσοκλωστή του κεντήματος). Πολλά άλλα βαφτ. που χρησιμοποιούσαν παλιότερα έχουν εκλείψει σήμερα όπως Λεϊμονιά, Πύργος, Λοΐζος, Αυγέρης, Λυμπέρης κτλ (ΑΝΧΜ)
Σχορτσιανίτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Σχωρέτσανα (σημ.Καταρράκτης),ν.Άρτας.{ΤΠΝΜ}
Σώχος- Από το ιδιωμ.(Τήνος) σόκος, μπικούνι, εργαλείο γλυπτικό της μαρμαροτεχνικής.{ΣΗΤΡ}
Σώχος/Τσώχος- Από τη λέξη σωχός και σωχούς, είδος φυτού, επιστ.sonchus oleraceus, ζώχος (Κεφαλλ.), τσοχός(Ζακ.), τσόχος(Σπάρτης),< μσν. ζοχός & ζόχος < ελνστ. Σόγχος(Λεξ.Τριαντ.).{Λ.Τ}
Τ
Ταβουλάρης- Απο το ελληνιστ. ταβουλάριος, ο γραμματοφύλακας, αρχειοφύλακας στο Βυζάντιο. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, με μορφές όπως Ταβουλλαρόπουλος, Ταβουλλάριος, τον 14οαιώνα σε Σέρρες, Θεσσαλονίκη.(ΛΔΗΜ)
Τάγαρης- Σχετικό με το ν.ε. ταγάρι<υποκορ. του ουσ. ταγή “σακίδιο για την ταγή των ζώων”.{ΤΟΖ}
Τάγγας- Ίσως σχετικό με τη δωμωδ. λέξη τσαγγός-ταγγός, αυτός που έχει αλλοιωθεί και έχει δυσάρεστη οσμή, μτφ. ο βρωμιάρης,< αρχ. ταγγός. (ΛΔΗΜ)
Ταγκαλάκης- Από το τουρκ. dangalak, ανόητος, ο ακατέργαστος.{ΣΗΤΡ}
Ταλαγάνης- Από το ν.ε. ταλαγάνι, το χειμωνιάτικο πανωφόρι των βοσκών(Ηπειρ.), ταλαγκάνι, και είδος τυριού.
Ταμπάκης- Από το ν.ε. ταμπάκης, ο βυρσοδέψης,< τουρκ. tabak “το ίδιο”.{ΤΟΖ}
Τασιούλας- Απο την μορφή του βαφτ. Αναστάσιος, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα. Αναστάσιος>Τάσιος(για την ακρίβεια προφερόταν Τάσjoυς,ο) συν το μεγενθ. επίθημα –ούλας. (ΛΤ) (ΒΕΛΒ)
Τατούλης/Τατάς- Απο το τατάς(ή τάτας), λέξη παιδική, ο μπαμπάς. Η λέξη έχει επιβιώσει σε διάφορες διαλέκτους, απο το αρχ. τάτα-τέττα, σύφμωνα με τον Ησύχιο: "τέττα· νεωτέρου πρός πρεσβύτερον τιμητική προσφώνησις".(ΛΔΗΜ)
Τάτσης- Από το βαφτ. Τάτσης, από το βαφτ. Τάσης(<Αναστάσιος) με τσιτακισμό. Χρησιμοποιείται και στα αρβανίτικα.{ΤΟΖ}
Τεγόπουλος- Από το βαφτ. Τέγος, παραλλαγή του ονόματος Στέργιος στη βόρεια Ελλάδα, Τέγος<Τέλιος<Στέργιος. {ΤΑΧΚ}
Τενέντες- Από το δημώδ. τενέντες, ο υπολοχαγός, υποπλοίαρχος, την περίοδο της τουρκοκρατίας/βενετοκρατίας, όπου οι Έλληνες υπηρετούσαν ως μισθοφόροι ή ως υπόχρεοι(σεφερλήδες στην Οθωμανική αυτοκρατορία) σε διάφορα βασίλεια αλλά κυρίως στις Ιταλικές πολιτείες. Η λέξη από το ιταλ. tenente (di talcapitano). (ΘΗΣΑΥ)
Τερεζάκης- Από το τουρκ. terazi, ζυγαριά.{ΣΗΤΡ}
Τζαμάρας- Από τη διαλεκτ. Λέξη τζαμάρα=είδος φλογέρας,μακρυά και βραχνή. Πρβ. αλβ. dzamare, βλαχ.dzamara. Προέρχεται από το τουρκικό zemmare<αραβ.zammara με παρόμοιο νόημα.{ΚΕΣ}
Τζανές/Τζανής/Τζανίδης/Τζανέτος/Τζανετάκος- Επώνυμα που προέρχονται από την φραγκ./ιταλ. παραλλαγή του ονόματος Ιωάννης- Janne. Όπως δείχνουν οι καταλήξεις των επωνύμων ήταν ευρέως διαδεδομένο.{ΚΥΘΝ}
Τζάντζαλος-Τσάτσαλος-Τζάτζαλος- Απο το μεσν. τζάνζαλον-δημ. τσάτσαλο, το τριμμένο ένδυμα, το κουρέλι, η λέξη στον Πτωχοπρόδρομο(12ος αιων.) ως τζαντζαλοφορεμένος.(ΛΔΗΜ)
Τζαρτζάνος- Από την ιδιωμ. λέξη τζαρτζάνι, πετεινός ψηλός.{ΣΗΤΡ}
Τζάχος- Από το Ζάχος<Ζαχαρίας με τροπή του ζ σε τζ.{ΤΟΖ}
Τζήρος/Τσίρος/Τσιρογιάννης/Τσιρονίκος κοκ- Από το μεσν. & δημωδ. τζήρος, τσίρος, κυριολ. άπαχο αποξηραμένο σκουμπρί, και μεταφορικά για ανθρώπους, ο πολύ αδύνατος, ο ξερακιανός, εξού και Τσιρογιάννης, Τσιρονίκος κ.α., ο αδύνατος Γιάννης, Νικός κοκ,<μσν. τσίρος ίσως < ελνστ. κιρρίς. (ΛΔΗΜ)(ΛΤ)
Τζιάνας- Από την καταγεγραμμένη μορφή του θηλ. βαφτιστικού Ιωάννα, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Γιάννα>Τζιάνα. (ΒΕΛΒ)
Τζιμούρης/Τσιμούρης- Από το μεσν. τζιμούρι, αλλιώς το τσιμπούρι, ο κυνοραιστής. Μεταφορικά ο ενοχλητικός, αυτός που δεν ξεκολάει, <ελνστ. τσιμούριον. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιών. στη Χαλκιδική.(ΛΔΗΜ)(ΛΤ)(BZP)
Τζομάκας (Τζουμάκας) -Από το τουρκ. çomak, το ρόπαλο.(ΕΠΜΑ)
Τζουράς- Από το τουρκ. cura, το ξεφτέρι, κιρκινέζι ή είδος μουσ. οργάνου.{ΣΗΤΡ}
Τζούφας- Από το διαλεκτ.(Ηπειρ.) τζούφα(η), και τσούφα, η τούφα <ιταλ.ciuffo «το τσουλούφι».{ΤΟΖ}
Τζώρτζης/Τζωρτζάτος/Τζωρτζίδης/Τζωρτζάκης- Επώνυμα που προέρχονται από τη φραγκ./ιταλ. παραλλαγή του ονόματος Γεώργιος<>
Τομπάζης- Από το τουρκ. tombaz, ποταμόπλοιο.{ΣΗΤΡ}
Τομπούλης- Από το τουρκ. tombul,ο χοντρός.{ΣΗΤΡ}
Τόπακας- Στη Χίο, και αντόπακας.1) «έγινες τόπακας εδώ»=μόνομος κάτοικος,2)το στοιχειό (το φείδι κυρίως) του σπιτιού. Ετυμολογικά πιθανώς σχετίζεται με το «τόπος».{ΣΧΓ}
Τοπάλης- Από το τουρκ. topal, κουτσός.{ΣΗΤΡ}
Τούρλας- Από το ν.ε. τούρλα «ύψωμα στρογγυλό»< μεσν. τρούλλα(τρούλος)< λατ. trulla.{ΤΟΖ}
Τουτούνης- Από το τουρκ.tütün ”ο καπνός, ο ατμός”.{ΤΟΖ}
Τραχάς- Από το διαλεκτ.(Χίος) τραχάς, κλαδευτήρι, μαχαίρα καμπύλη, με την οποία κόβουν κλαδιά για τον φούρνο.{ΣΧΓ}
Τραχώνης- Από το διαλεκτ.(Χίος), τραχώνι,1) βράχος απότομος,2) λίθος χειροπληθής. Το επών. Προφανώς μεταφ.{ΣΧΓ}
Τριβώλης- Από το ν.ε. τριβόλι είδος φυτού,tribulusterrestris. Ή σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφ. από το ν.ε. τριβόλι ,αγκαθωτό ζιζάνιο· τρίβολος. «με πιάνουν τα διαόλια* μου και τα τριβόλια μου. διαόλια* και τριβόλια.»,< [μσν. τριβό λι(ο)ν υποκορ. του αρχ. τρίβολος{ΔΟΦ}
Τρίμης- Από το αρβαν. τρίμ, ο αντρείος.{ΣΗΤΡ}
Τριτσώνης- Από το διαλεκτ.(Χίος) τριτσόνο, και τρίτσονας, έντομο όμοιο με την ακρίδα, σύμφωνα με τον Άμαντο ονομάστηκε έτσι επειδή τρύζει κατά την νύχτα.{ΣΧΓ}
Τριφύλλης- από το ν.ε. τριφύλλι, ελνστ.τριφύλλιονυποκορ. του αρχ.Τρίφυλλον{Λ.Τ.}
Τροκανάς- Ο κατασκευαστής/έμπορος τροκανιών(τροκάνι,το), λη τρουκάνι, το βαρύ κουδούνι των προβάτων.(ΛΔΗΜ)
Τσαγγάς/Τζαγγάς- Από το μεσν. τζαγγάς και τσαγγάς, ο κατασκευαστής βασιλικών τζαγγίων, είδος υποδήματος. Ίδια σημασία και αρχή το ουσ. τσαγγάρης/τζαγγάρης. (ΛΔΗΜ)
Τσακίρης- Από το τουρκ. cakir, γαλανομάτης.{ΣΗΤΡ}
Τσάκος- Ίσως σχετικό με το ρήμα(προστ.) τσάκω<τσακώνω κατά τα αγνάντα<Αγνάντας, γαργάλα<Γαργάλας, κατέβα<Κατέβας.{ΤΟΖ}
Τσάλας- Από το αρβαν. τσhαλë, ο κουτσός.{ΣΗΤΡ}
Τσαλαμιδάς- Πιθανώς σχετικό με το μεσν. και νεωτ. καλαμίδι και καλαμιδάς ο κατασκευαστής του. Καλαμίδι είναι το αλιευτικό καλάμι. Η μετατρ. του κ σε τσ είναι συνηθισμένη σε αρκετές διαλέκτους της Ελλάδας( Κρητική,Κυκλαδίτικη, παλιά Αθηναική, Μανιάτικη, Κυμιώτικη κτλ). Το επώνυμο Τσαλαμιδάς εμφανίζεται πρώτη φορά σε αργυρόβουλα του 1262 που αφορούν την Κεφαλονιά.(ΛΔΗΜ)
Τσαλαφατινός- Ίσως από το ν.ε. τσαλαπετεινός, πτηνό με μακρύ ράμφος, μακριά ουρά και μια χαρακτηριστική τούφα από φτερά στο κεφάλι, τσαλοπετεινός με προχωρ. αφομ. [a-o > a-a] < τσαλ(ί) -ο- + πετεινός.{ΣΗΤΡ}
Τσαλίκης- Από το τουρκ. çalik“καμπούρης”.{ΤΟΖ}
Τσαμαδός- Απο το διαλεκτ. τσαμαδό, άγριο σκυλί, επιθετικό, μτφ. άνθρωπος ισχυρογνώμων και πεισματάρης.(ΛΔΗΜ)
Τσανάκας- Από το τουρκ. canak, πιάτο, ν.ε. τσανάκι.{ΣΗΤΡ}
Τσαντίλας- Από το ν.ε. τσαντίλα «η σακούλα που στραγγίζουν το τυρί» και μτφ τσαντισμένος=νευριασμένος, <από το σλαβ. cedilo «σάκος για χλωρό τυρί».{ΤΟΖ}
Τσάπαρης- Από το τουρκ. çapar, ο αλμπίνος, ο σημαδεμένος.{ΣΗΤΡ}
Τσαπέλας- Σχετικό με τη λέξη τσαπέλα, αρμαθιά από αποξηραμένα σύκα, ιταλ. ciambella ή βεν. zambela.{Λ.Τ.}
Τσάρας/Τσιάρας- 1)Απο το ιδιωμ. τσάρα(ή), το πτηνόν κίχλη, η τσίχλα, ή,2) από το ιδιωμ. τσαρά, και τσερά, αλλιώς η κυρά(με τσιτακισμό κ>τσ), η θειά, ή η μαμμή.(ΛΔΗΜ)
Τσάταλης-Από το διαλεκτ.(Αγιάσος), τσατάλι,διχαλωτό ξύλο, από το τουρκ.catal,πιρούνι με δύο δόντια.{ΛΛΑΔ}
Τσεγγενές/Τσιγγενές- Απο το διαλεκτ. τσιγγενές, ο φιλάργυρος, ο φιλοχρήματος, τσιγγούνης,<τουρκ.çingen(e). (ΛΔΗΜ)
Τσελέπης- Από το τουρκ.çelebi“οευγενής”.{ΤΟΖ}
Τσέλιγκας-ιδιοκτήτης μεγάλων κοπαδιών, αρχηγός τσελιγκάτου. σλαβ. çelnik.{Λ.Τ.}
Τσέλιος- Από την καταγεγραμμένη μορφή του συχνού στη βόρεια Ελλάδα βαφτιστικού Αστέριος. Αστέριος>Στέριος>Τσέλιος. Η μορφή αυτή συνηθ. στο Βελβεντό. (ΒΕΛΒ)
Τσεπέλης- Από το τουρκ.çepel-βρώμικος, ρυπαρός.{ΤΟΖ}
Τσιβής- Διαλεκτ.(Χίος) το τσιβί, αγριοραδίκι.{ΣΧΓ}
Τσιγαρίδας-Από τη λέξη τσιγαρίδα η, κομμάτια χοιρινού λίπους ξεροτηγανισμένα. 2. (μτφ.) για πολύ λεπτό άνθρωπο. [τσιγαρ(ίζω) -ίδα]{Λ.Τ.}
Τσίγκας- Από το ν.ε. τσίγκος<ιταλ. zinco.{ΤΟΖ}
Τσικλιτίρας- Από το δημωδ. τσικλιτάρα(η), ο δρυοκολάπτης. (ΛΔΗΜ)
Τσικνιάς/Τσυκνιάς- Απο το ν.ε. τσυκνιάς, είδος αετού, <αρχ.κυκνίας.Μεταφορικά ο πολύ αδύνατος άνθρωπος. Σχηματίστηκε με τσιτακισμό του αρχ.πρβλ.τσίχλα<κίχλα, τσύρης<κύρης κτλ .(ΛΔΗΜ)
Τσικρικάς- Απο το διαλεκτ. τσικρίκι, ειδικό ξύλινο, χειροκίνητο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του μαλλιού σε νήμα,<τουρκ. cikrik = ανέμη. Η κατάληξη -άς δηλώνεις επάγγλεμα, στην συγκεκριμένη περίπτωση του κατασκευαστή τσικρικιών.(ΛΔΗΜ)
Τσιλιμπής/ Τσιλιμπίδης -Ο μορφωμένος,ευγενής,από το τουρκ. celebi.{ΛΛΑΔ}
Τσίμης- Ίσως,από το διαλεκτ.(Ηπειρ.) τσίμι,”το μικράκι”,υποκορ. του τσίμα<ιταλ.cima,η άκρη.{ΤΟΖ}
Τσινιάρης/Τσινάρης- Από το δημωδ. τσινάρης/τσινιάρης, από το ρήμα τσινάω και την κατάλ. –άρης, αυτός που κλοτσάει, και χορός στην Κρήτη,τσινιάρης.<μσν. τσιν(ώ)-άω, < *τινώ < τινάζω .(ΛΔΗΜ)(ΛΤ)
Τσιπέλης- Σχετικό με το ιταλ.cipolla=κρεμμύδι.{ΚΡΗΤ}
Τσιπλάκης/Τσιπλακίδης-Ο γυμνός, φτωχός ,τουρκ. ciplak.{ΛΛΑΔ}
Τσιπούρας-μσν.τσιπούραίσως <*ἵππουραθηλ. του αρχ.ἵππουρος{Λ.Τ.}
Τσιριγώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Τσιρίγο, λαικτρ. τα Κύθηρα.{ΤΠΝΜ}
Τσιρώνης- Από το διαλεκτ.(Ηπειρ.) τσιρώνι-τσιρόνι, είδος μικρού ψαριού ή τσιρόνι, ο γρύλος, το τριζόνι.{ΤΟΖ}
Τσόγκας- Από το τουρκ. çoğ, κλεφτης.{ΣΗΤΡ}
Τσολάκης- Από το τουρκ. colak, μονοχέρης, κουλός.{ΣΗΤΡ}
Τσόνης- Από το προσηγ. τσόνι «ωδικό πτηνό σπίνος», από το βλαχ. čiona «το σπουργίτι».{ΤΟΖ}
Τσορβάς-τσορβάς, είδος πηχτής σούπας κυρίως με ρύζι. <τουρκ. çorba –ς.{Λ.Τ.}
Τσότρας-τσότρα η ,(λαϊκότρ.) ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό. < τουρκ. çotra{Λ.Τ.}
Τσουδερός- Από το ιδιωμ.(Κρήτη) ρήμα τσουδίζω,τσουρουφλίζω.{ΣΗΤΡ}
Τσουλάκης- Από το ιδιωμ.(Αγιάσος) τσουλάκ’, από το τουρκ.cul, και την υποκορ. καταλ.-άκι.{ΛΛΑΔ}
Τσούλος- Από το ν.ε. τσούλος «κυρίως για τα ζώα χωρίς αυτιά». Από το βλαχ.čiul «πρόβατο με μικρά αυτιά».{ΤΟΖ}
Τσούντας/Τζούντας- Απο το διαλεκτ. τσούντα, το τελευταίο άκρο ενός αντικειμένου, όπως "η τσούντα του μουστακιού". Προφανώς μτφ. ο μουστάκας.<τουρκ.cunda.(ΛΔΗΜ)
Τσουρούκης-Από το ιδιωμ.(Αγιάσος), τσουρούκης, ο κακός μάστορας, κακοτεχνίτης,
Τσώκος-Από το διαλεκτ. τσόκος(Ηπειρ.),το σφυρί του χτίστη,περιπαιχτικά χαρακτηρίζονταν οι κάτοικοι των Πραμάντων,επειδή βγάζουν πολλούς χτίστες,<ιταλ.ciocco,κομμάτι ξύλου.{ΤΟΖ}
Τυμπανάρης- Ο τυμπανιστής στο βυζαντινό στρατό. Η λέξη το 10οαι. στον Πορφυρογέννητο. (Constantinus Porphyrogennitus, Bonnae,1829-1840.{GLOBG}
Υ
Υψηλάντης- Επώνυμο γνωστότατης Φαναριώτικης οικογένειας με σημαντικότατο ρόλο το Εικοσιένα. Το επώνυμο δηλώνει καταγωγή από το χωριό Υψήλ’(Υψηλή) της περιφέρειας Όφεως του Πόντου συν την κατάληξη –άντης που δηλώνει και προέλευση.{ΠΕ}
Φ
Φαναρτζής-Απο το ελλ. φανάρι και την τουρκ. κατ. -τζής.{ΜΣΚ}
Φαρής/Φάρης- Από το μεσν. & δημωδ. φαρί, ο πολεμικός ίππος, Χρον.Μορέως «οι καβαλλάροι επέζεψαν απάνω εκ τα φαρία», < από τα αραβικά. (ΛΔΗΜ)
Φασούλας-από το ν.ε. φασόλι, μσν. φασόλιν < *φασιόλιο<ελνστ.φασίολος < αντδ. λατ. phasiolus <>Φάσηλος{Λ.Τ.}
Φηκάρης/Φουκάρης- Από το δημωδ. φηκάρι/φουκάρι, το θηκάρι, η θήκη,< < ελνστ. θηκάριον.
Φιλέρης-φιλέρι, ψιλόρωγο άσπρο σταφύλι{Λ.Τ.}
Φιλίνης- Μητρων. από το βαφτ. Φιλίνη, σπάνια μορφή του θηλ. βαφτ. Φιλιώ, υποκ. μορφή του Τριανταφυλλιώ-α, με την κατάληξη –ίνη, έχουν σχηματιστεί κι άλλα μητρωνυμικά επώνυμα όπως Αγγελίνης<Αγγελίνη(Αγγέλω),Γεωργίνης<Γεωργίνη(Γεωργία),Αναστασίνης<Αναστασίνη (Αναστασία), Μηλίνης<Μηλίνη(Μηλιώ) κτλ .
Φιλής- Κύριο βυζαντινό όνομα, καταγράφεται τον 13ο αι. ΑπότονΠαχυμέρη(Georgius Pachymeres,Bonnae,1835,I,65) .{GLOBG}
Φλαμπουράρης-Απο το μεσ.ελλ. φλάμπουρον<υστλατ. flammula,ο σημαιοφόρος.{ΜΣΚ}
Φλάρης/Φλάρος- Από το δημωδ. φλάρος-φλάρης, ο καθολικός ιερέας, και εκφρ. –τον κακό σου το φλάρο-. <βεν. frar `καλόγερος΄.(ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Φλάσκας/Φλασκάς- Από το δημωδ. φλάσκας, αυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα, ο πρησκομάγουλος, από το φλάσκα-φλασκί, δοχείο νερού, κρασιού κ.α., <μσν. φλασκίον υποκορ. του φλάσκ(α) -ίον < μσνλατ. Flasca. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14οαιώνα ,αναφέρεται κάποιος κάτοικος της περιοχής Σερρών,Φλασκάς Βασίλειος(ΛΤ)(ΛΔΗΜ)(BZP)
Φλούδας- Από τη ν.ε. λέξηφλούδα, μσν.φλούδι(ον)υποκορ. του ελνστ.φλοῦς(αρχ.φλοιός){Λ.Τ.}
Φουντούλης- Από το τουρκ. fodul, ριψοκίνδυνος.{ΣΗΤΡ}
Φουρίκης- Από το αρβαν.φουρρίκ, φωλιά, κοτέτσι.{ΣΗΤΡ}
Φούρκας- Από το ν.ε. φούρκα, ξύλινος κυρίως πάσσαλος που καταλήγει σε διχάλα ή κρεμάλα, ελνστ. φοῦρκα < λατ. furca{Λ.Τ.}
Φουσέκης- Από το ν.ε. φουσέκι< τουρκ. fişek.{ΤΟΖ}
Φούφουλας-Από τη λέξη φουφούλα. το πίσω και κάτω μέρος της νησιώτικης βράκας που έχει σούρα και είναι φουσκωτό ή φαρδύ και σουρωτό παντελονάκι, κυρίως για παιδιά ή για γυναίκες, που συγκρατείται συνήθ. με τιράντες. Άγνωστης ετυμολογίας.{Λ.Τ.}
Φραγκέλης/Φραγγέλης- 1)Από το δημωδ. φραγκ(γγ)έλλι, το μαστίγιο, καμτσίκι,<λατ. fragellum,2) Από το επίθετο Φράγκος που δήλωνε i)τον καθ’εαυτό Φράγκο(σημ.Γάλλο),ii)τον καθολικό Έλληνα ή ξένο,iii) ή τονΈλληνα που ντυνόταν σαν τους Ευρωπαίους τον 19οαιώνα, φορούσε δηλαδή τα «φράγκικα». Η κατάληξη –έλης στα επώνυμα και –έλλι(ν) στα ουσιαστικά έχει περάσει στην ελληνική ήδη από τον μεσαίωνα ως υποκοριστικό επίθημα από το λατινικό –ellum. Πρβλ. κοπανέλι, κοκκινέλι, Αλεπουδέλης, Γιαννέλης κτλ.
Τη διάδοσή του όμως το επώνυμο με τις πολλές παραλλαγές του(Φραγκούλης, Φραγκιουδάκης, Φραγκάκος, Φραγκάκης, Φράγκογλου, Φραγκούδης, Φραγκούσης κτλ κτλ) την οφείλει στο γεγονός ότι το όνομα Φράγκος χρησιμοποιήθηκε ως βαφτιστικό σε όλο τον ελλαδικό χώρο(πρβλ. βαφτ.Βενετία). (MEYER)(ΛΤ)(ΜΣΚ)
Φώκιας- Απο το ν.ε. φώκια<αρχ.φώκη{Λ.Τ.}
Φωτήλας- Επώνυμο προύχοντα της Αχαΐας, τον καιρό της Επανάστασης. Υποκορ. του Φώτης, πρβ. Γεωργιλάς(15ος αι.), Γιαννίλας,κτλ.
Χ
Χαΐνης- Από το τουρκ. hain=αχάριστος, προδότης, αλλά και ο ρέμπελος, ο επαναστάτης.{ΣΗΤΡ}
Χαλβατζής-Απο το τουρκικό halva (<>
Χαλκιάς-χαλκιάς ,(λαϊκότρ.) αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς. [μσν. χαλκιάς < χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα]{Λ.Τ.}
Χαμούρης- Από το ν.ε.χαμούρι(ζυμάρι)< τουρκ. hamur (μαλθακός).{ΤΟΖ}
Χαράμης- Από το τουρκ. harami, κλέφτης, ληστής.{ΣΗΤΡ}
Χαρβαλιάς- Από το δημωδ. χάρβαλο, κάθε τι που δεν στέκει καλά, το αχρηστευμένο, το ερείπιο, μεταφορικά επι προσώπου, ο καταβεβλημένος από γερατιά ή αρρώστια.< μσν. χάρβαλον< < *χάλαβρον << αρχ. *χαλαβρός (τ. παράλλ. του αρχ. χαλαρός).Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με μορφές όπως Χαρβαλάς και Χαρβαλός, στην περιοχή της Χαλκιδικής.(ΛΤ) (ΛΔΗΜ) (BZP)
Χαρδαβέλας- Από το ιδιωμ. χαρδαβέλα, ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει. Λογικά χαρδαβέλας ο κατασκευαστής ή πωλητής χαρδαβέλων. (ΓΛΗΛ)
Χαρδαλιάς- Από το τουρκ. hardalya, σινάπι, μουστάρδα.{ΣΗΤΡ}
Χαρμπής- Από το ουσ. χαρμπί «είδος διακοσμητικού μαχαιριδίου»,<τουρκ.harbi.{ΤΟΖ}
Χαρτουλάριος-Βυζαντινό αξίωμα,υπεύθυνος Θησαυροφυλακίου.Εκκλησιαστικά ο υπεύθυνος ληξιαρχείουΕκκλησίας.{ΜΣΚ}
Χατζής- Σύνηθες πρόθεμα σε πολλά ελληνικά επίθετα(Χατζηνικολάου, Χατζηδημητρίου, Χατζόπουλος, Χατζίδης , Χατζηδάκης κ.α.). Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη:Άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· έμπαινε πριν από βαφτιστικά ή οικογενειακά ονόματα ως τιμητικός τίτλος για να δηλώσει ότι ένας ορθόδοξος χριστιανός επισκέφτηκε ως προσκυνητής τους Άγιους Τόπους . < αραβ. hac προσκυνητής της Μέκκας.{Λ.Τ.}
Χαχάλης- Από το διαλεκτ.(Χίος) χαχάλι και χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, η χηλή του δέντρου μετά από την αποκοπή του κλαδιού μέχρι σπιθαμής από του κορμού.{ΣΧΓ}
Χελιουδάκης- Από το ιδιωμ.(Κρήτη) χέλιος, έτσι ονομάζονται οι κατσίκες και οι τράγοι που έχουν σκοτεινό χρώμα από πάνω( κεφάλι, ράχη, πλευρά) και άσπρο από κάτω.{ΣΗΤΡ}
Χιμέρης- Διαλεκτ.(Χίος), χιμέρι ή χιμάρι, το μικρό ρίφι, κατσικάκι.{ΠΧΓ}
Χορταράς/Χορταρέας- Από το ν.ε. χορτάρι< μσν. χορτάρι < ελνστ. χορτάριον υποκορ. του αρχ. χόρτος.{Λ.Τ.}
Χουλιάρας- Από το δημωδ. χουλιάρα, το χουλιάρι, το κουτάλι, και μεταφορικά ως χαρακτηρισμός ανθρώπων αυτός που αναμειγνύεται σε ξένες υποθέσεις, ο συκοφάντης, ο κουτσομπόλης. Παρατσούκλι του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Χουλιάρι<ελνστ. κοχλιάριον (χοχλιάριον). (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Χουρμούζης/ Χουρμουζιάδης- Από τη λέξη χουρμούζι, είδος μαργαριταριού, που έχει πάρει το όνομα του από το νησί του Περσ. Κόλπου Χουρμούζ.{ΣΗΤΡ}
Χόχλακας- Διαλεκτ.(Χίος), η πέτρα, λίθος, «θα σου σύρω ένα χόχλακα».{ΣΧΓ}
Χωραΐτης- Από το δημώδ. χωραΐτης, αυτός που διαμένει στη χώρα, στον κεντρικό οικισμού του νησιού, της περιοχής. Αντίθετα ο ξώμαχος ο οποίος κατοικεί στην ύπαιθρο.
Ψ
Ψιμάρης/Ψιμούλης- Από το δημωδ. ψιμάρι, ψιμάκι, ο γεννηθείς αργά, και μτφ.ο αφελής.<αρχ. όψιμ(ος) –άρης,-ούλη; (ΛΔΗΜ)(Λ.Τ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου